Σε απόγνωση βρίσκεται ο κλάδος των φυσικοθεραπευτών, μετά την ανακοίνωση από τον ΕΟΠΥΥ του ποσού υποχρεωτικής επιστροφής δεδουλευμένων λόγω claw-back, καθώς, το άθροισμά τους με το υποχρεωτικώς παρακρατούμενο ποσόν του rebate, οδηγούν μαθηματικά έναν ολόκληρο επαγγελματικό κλάδο στο να μην είναι βιώσιμος.
Η υποχρεωτική επιστροφή ή διαφορετικά, η μη καταβολή δεδουλευμένων λόγω claw-back, σε συνδυασμό με το rebate που καταλογίζεται σαν έκπτωση για κάθε μηνιαία δαπάνη, αποτελούν δωρεάν προσφορά υπηρεσιών από τους φυσικοθεραπευτές προς το κοινωνικό σύνολο.
Το πρόβλημα δημιουργείται λόγω του γεγονότος ότι ο ΕΟΠΥΥ επιλέγει εσκεμμένα να αγνοεί τις πραγματικές ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού ασφαλισμένων για φυσικοθεραπείες, που σε ετήσια βάση ανέρχονται στα 90.000.000 €, προσδιορίζοντας αυθαίρετα την συνολική δαπάνη στα 70.000.000 €.
Η αδιανόητη επιβολή claw-back και rebate για υπηρεσίες όπως οι φυσικοθεραπείες, που επιβλήθηκε το 2013 υπό το καθεστώς της “τρομοκρατίας” για την αποφυγή της χρεωκοπίας της χώρας, συνεχίζεται μέχρι σήμερα και αυτό αποτελεί παραβίαση κάθε έννοιας Ευρωπαϊκού δικαίου.
Η εργασία χωρίς αμοιβή από τους εργαζόμενους αποτελεί ποινικό αδίκημα για τον εργοδότη, όταν όμως επιβάλλεται από τον Εργοδότη-Κράτος αναγκαστικά, καλυπτόμενη από τον μανδύα της δήθεν αναγκαίας συμμόρφωσης στους θεσμούς, νομιμοποιείται και καταστρέφει ολοκληρωτικά τον μικρομεσαίο φυσικοθεραπευτή.
Τα μερικά εκατομμύρια της υποτιθέμενης ετήσιας “υπέρβασης” στον προϋπολογισμό της φυσικοθεραπείας, είναι μηδαμινά στο σύνολο των δαπανών Υγείας.
Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι οι γνωματεύσεις φυσικοθεραπείας συνταγογραφούνται από τους γιατρούς, όταν υπάρχει η σχετική ανάγκη και εκτελούνται υποχρεωτικά από τους συμβεβλημένους φυσικοθεραπευτές. Με άλλα λόγια δηλαδή, τα παραπεμπτικά φυσικοθεραπείας ΔΕΝ συνταγογραφούνται από τον φυσικοθεραπευτή.
Είναι γνωστή ακόμα σε όλον τον κόσμο η συμβολή της φυσικοθεραπείας στη μείωση του κόστους για τα συστήματα Υγείας των χωρών που έχουν επενδύσει σε αυτήν, ενώ είναι επίσης γνωστό ότι επενδύοντας στην προαγωγή της κινητικής υγείας των πολιτών μειώνονται οι δαπάνες Υγείας.
Τέλος, είναι γνωστή και η σπουδαιότητα της παρεχόμενης φυσικοθεραπείας στους νοσούντες από κορωνοϊό, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ξεκινώντας από τη ΜΕΘ και έως την τελική ανάρρωση.
Αν το Κράτος δεν μπορεί να ενισχύσει τον ετήσιο προϋπολογισμό δαπανών φυσικοθεραπείας στο ύψος της πραγματικής ανάγκης, θα ήταν εντιμότερο να σταματάει την παροχή στους ασφαλισμένους για εκείνο το διάστημα του έτους που αδυνατεί να καλύψει.
Η παράνομη και καταχρηστική από κάθε έννοια, επιβολή δωρεάν εργασίας από τους φυσικοθεραπευτές προς το Κράτος πρέπει να σταματήσει ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ.
Ο Πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Φυσικοθεραπευτών – Π.Σ.Φ. ΝΠΔΔ Πέτρος Λυμπερίδης δήλωσε σχετικά:
«Η διοίκηση του Π.Σ.Φ. προβληματίζεται έντονα για το πως πρέπει να δράσει για να λάβει ένα ΤΕΛΟΣ αυτό το μαρτύριο που συνεχίζεται από 2013.
Σε αυτά χρόνια, οι 2.300 συμβεβλημένοι φυσικοθεραπευτές στερήθηκαν με παράνομο και καταχρηστικό τρόπο 150.000.000 ευρώ, για την αμοιβή της υπηρεσίας που προσφέρουν και βυθίστηκαν άπαντες στα χρέη, αδυνατώντας να συντηρήσουν πλέον και τις οικογένειές τους.
Σκεφτείτε ότι οι φυσικοθεραπευτές έχουν να επιστρέψουν το claw-back του 2018 και 2019 και σύμφωνα με τα σχέδια του ΕΟΠΥΥ θα καταβάλλουν και το claw-back του 2020 προκαταβολικά. Ας μας απαντήσει λοιπόν κάποιος «νομπελίστας» των οικονομικών πως θα βγαίνουν πέρα αυτοί οι επαγγελματίες;
Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Φυσικοθεραπευτών θα στείλει ανοιχτή επιστολή στον Πρωθυπουργό και θα ζητήσει συνάντηση μαζί του, για να του εξηγήσει ότι τα ετήσια πλεονάσματα προέκυπταν από την παράνομη παρακράτηση και διαγραφή των δεδουλευμένων μας και θα πρέπει η Κυβέρνηση να διορθώσει ΠΡΩΤΑ αυτή την αδικία, για να εμπεδωθεί το αίσθημα δικαίου στους Έλληνες Πολίτες.
Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Φυσικοθεραπευτών διεκδικεί κονδύλια για την φυσικοθεραπεία σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες των Πολιτών και θεωρεί ότι η μη καταβολή δεδουλευμένων για παρεχόμενες υπηρεσίες φυσικοθεραπείας είναι έξω από κάθε λογική, αποτελώντας ταυτόχρονα κατάφορη παραβίαση του Ευρωπαϊκού δικαίου.»