«Να δουν την Ελλάδα ως επενδυτικό προορισμό και όχι μόνο ως φαρμακευτική αγορά», κάλεσε τους εκπροσώπους της διεθνούς φαρμακοβιομηχανίας ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης, μιλώντας στο Φόρουμ των Δελφών.
Όπως τόνισε ο υπουργός Υγείας, «στόχος του υπουργείου είναι να ενθαρρύνει την πραγματοποίηση κλινικών μελετών και υπάρχει βελτίωση σε αυτό».
«Όμως, αυτό δε φτάνει καθώς θέλουμε και τις επενδύσεις για την παραγωγή φαρμάκων στην Ελλάδα», σημείωσε. Μιλώντας για clawback και rebate, ο υπουργός Υγείας είπε ότι το 2024 θα μειωθούν κατά 300 εκατομμύρια ευρώ, ενώ ανέφερε ότι ο στόχος του είναι να φτάσει η μείωση αυτή τα 400 εκατομμύρια. «Έτσι θα στείλουμε το μήνυμα στην βιομηχανία ότι τους καταλαβαίνουμε, αλλά όλο αυτό θα γίνει με δεδομένα και απόλυτη διαφάνεια», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Μιλώντας για τη χώρα μας, είπε ότι όπως προβλέπει ο νέος ευρωπαϊκός κανονισμός για την φαρμακευτική πολιτική, πλέον το βάρος πέφτει στην καινοτομία. Παρότι όπως τόνισε χαρακτηριστικά «είμαστε το 2% του ευρωπαϊκού πληθυσμού στην Ελλάδα, παράγουμε το 10% των φαρμάκων που εξάγει αυτή τη στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση», επισημαίνοντας ότι η χώρα μας προσφέρεται για επενδύσεις στον χώρο της υγείας.
Ο Αδ. Γεωργιάδης, αναφέρθηκε στο παράδειγμα γνωστής πολυεθνικής φαρμακευτικής εταιρείας, η οποία εδώ και αρκετά χρόνια προχώρησε στην κατασκευή εργοστασίων παραγωγής φαρμάκων στην Ελλάδα και σήμερα οι εξαγωγές έχουν εκτοξευθεί. Για μια ακόμη φορά ο υπουργός Υγείας τόνισε ότι παραμένει κομβικής σημασίας «τα φάρμακα που είναι προϊόν έρευνας και πολύ σημαντικά για τους ασθενείς να φτάνουν στους ασθενείς», αλλά εξήγησε ότι η κακή χρήση των φαρμάκων και η υπερχρήση τους, είναι ένα άλλο φαινόμενο που πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Ο Thibault Massart, Vice President, Europe South, της φαρμακευτικής εταιρείας AbbVie παραδέχτηκε ότι στην Ελλάδα υπάρχει υψηλό επίπεδο στο επιστημονικό προσωπικό και τόνισε ότι είναι πολύ σημαντικό για τον ίδιο αλλά και την εταιρεία του η χώρα να προσφέρει στους ασθενείς όλα τα φάρμακα που χρειάζονται. Ωστόσο μίλησε για την τιμολόγηση των φαρμάκων στην Ελλάδα τονίζοντας πως «έχει από τις χαμηλότερες τιμές στα φάρμακα στην Ευρώπη και αυτό δεν κάνει την Ελλάδα ελκυστική για την επένδυση σε διεθνές επίπεδο». Συχνά βλέπουμε νέα μέτρα και αλλαγές στην φαρμακευτική πολιτική, «όμως αυτό που χρειαζόμαστε είναι σταθερή φαρμακευτική πολιτική για να γίνει η Ελλάδα μια χώρα που θα προσεγγίσει διεθνείς επενδύσεις στην φαρμακοβιομηχανία», τόνισε χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά της η Florence Papillon, Head of Corporate, Public Affairs Europe στην φαρμακευτική εταιρεία Sanofi, εξήγησε ότι βιομηχανία πιστεύει σε έναν ειλικρινή διάλογο ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον ιδιωτικό τομέα και είπε ότι «οι επενδύσεις στο χώρο του φαρμάκου θα ενδυναμώσουν την τοπική οικονομία γι’ αυτό και θα πρέπει να δοθούν κίνητρα, ώστε να επενδύσουμε στην Ελλάδα». Κίνητρα σε νέους επιστήμονες για να εργαστούν στην έρευνα, καθώς η έρευνα μπορεί και πρέπει να γίνει ανταγωνιστική στον τομέα του φαρμάκου, συνέχισε και συμπλήρωσε: «Η Ελλάδα πρέπει να κεφαλαιοποιήσει το υψηλό επίπεδο επιστημόνων που έχει και να προχωρήσει σε αύξηση των κλινικών μελετών που γίνονται στη χώρα». Στόχος όλων μας θα πρέπει να είναι να καθίσουμε μαζί σε ένα τραπέζι και να συζητήσουμε τελικά τι θα είναι ωφέλιμο για τους ασθενείς, κατέληξε.
Την ανάγκη να επικοινωνηθεί στο κοινό η αξία των καινοτόμων φαρμάκων ώστε να καταλάβουν όλοι τι σημαίνει καινοτομία στο φάρμακο αλλά και το ευρύ φάσμα το οποίο καλύπτει από τις σπάνιες παθήσεις έως συχνά δύσκολες στην αντιμετώπισή τους νόσους, τόνισε η Β. Βακουφτσή, πρόεδρος του Συλλόγου ασθενών Ελλάδας στην τοποθέτησή της. «Οι καινοτόμες θεραπείες θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι πρέπει να αποτελούν προτεραιότητα για τα συστήματα υγείας και ότι θα έχουν πρόσβαση σε αυτές όλοι οι ασθενείς» τόνισε, προσθέτοντας ότι η συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων μόνο προς όφελος των ασθενών μπορεί να είναι. «Κατά καιρούς έχουμε κάνει προτάσεις απόλυτα τεκμηριωμένες για το πως μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση στην Ελλάδα όσον αφορά το φάρμακο», κατέληξε.
Από την πλευρά της, η Παυλίνα Καρασιώτου, γενική γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής, τόνισε ότι όσο περνούν τα χρόνια «έχουμε όλο και πιο ακριβά φάρμακα για όλο και λιγότερους ασθενείς και αυτή η νέα κατάσταση θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με συνεργασία και διάλογο μεταξύ των ασθενών, της κυβέρνησης και της φαρμακοβιομηχανίας». Όπως είπε, έχει ξεκινήσει και βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία διαλόγου που αφορά τα συναρμόδια υπουργεία και έχει ως κύριο θέμα την μελέτη των οικονομικών γύρω από την φαρμακευτική πολιτική.
Τέλος, ο σύμβουλος του πρωθυπουργού Βασίλης Κοντοζαμάνης επισήμανε ότι μάθαμε πολλά από την πανδημία σε σχέση με το φάρμακο στην Ευρώπη τονίζοντας ότι «η Ευρώπη πρέπει να γίνει πιο ανταγωνιστική στο χώρο του φαρμάκου και να καταφέρει να είναι στρατηγικά αυτόνομη στον τομέα αυτό». Όπως επισήμανε, η προβλεψιμότητα στην αγορά του φαρμάκου είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για να πειστούν μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες να επενδύσουν στη χώρα μας. «Το μήνυμα είναι» όπως είπε – και προέκυψε από την συνάντηση που έγινε στο μέγαρο Μαξίμου με τους εκπροσώπους των φαρμακοβιομηχανιών – «ότι η Ελλάδα μπορεί να δεχθεί επενδύσεις από την διεθνή φαρμακοβιομηχανία», ενώ προέβλεψε ότι σύντομα «θα έχουμε καλά νέα» για τις επενδύσεις αυτές.