Θάνος Ξυδόπουλος
Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία, ένας από τους αναπτυξιακούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, αναγνωρίζεται διεθνώς για τα ποιοτικά και αξιόπιστα φάρμακα που παράγει, ωστόσο τα τελευταία χρόνια εκπέμπει σήμα κινδύνου, λόγω της υπερβολικής επιβάρυνσης του λεγόμενου clawback, του μηχανισμού των αυτόματων επιστροφών από τη βιομηχανία στο Κράτος ο οποίος ενεργοποιείται όταν η πραγματική δαπάνη για φάρμακα ξεπεράσει το προκαθορισμένο όριο του φαρμακευτικού προϋπολογισμού. Tο 2019 το clawback θα αγγίξει το ποσό των 1,2 δισ. ευρώ και τα rebates θα ξεπεράσουν τα 600 εκατ. ευρώ. Ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), Θεόδωρος Τρύφων, σε συνέντευξή του στο zougla.gr επισημαίνει τα σοβαρά προβλήματα που έχει δημιουργήσει αυτή η κατάσταση και τα διαρθρωτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν.
Κύριε Τρύφων, τι λύσεις προτείνει η ελληνική φαρμακοβιομηχανία για το clawback;
Aυτή τη στιγμή υπάρχει ένας οικονομικός στραγγαλισμός προς τον κλάδο και γι’ αυτό το λόγο οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν προβεί σε νομικές ενέργειες κατά του clawback στο Συμβούλιο Επικρατείας και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το clawback ξεκίνησε ως προσωρινό μέτρο με στόχο την δημοσιονομική προσαρμογή κατά την περίοδο των Μνημονίων. Όταν εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 2012, η συνολική επιβάρυνση clawback και rebate έφθανε το 12% του τζίρου των φαρμακοβιομηχανιών. Τώρα είμαστε στον έβδομο χρόνο και πάμε μέχρι το 2022 με συνολική επιβάρυνση πάνω από 40%. Πρόκειται για κάτι αντισυνταγματικό διότι αφαιρεί τη δυνατότητα οικονομικής βιωσιμότητας από τις εταιρείες. Παράλληλα, η κατανομή του clawback έχει γίνει με ανορθόδοξο τρόπο καθώς επιβαρύνει άδικα τα γενόσημα φάρμακα που σε κάθε περίπτωση δημιουργούν εξοικονομήσεις για το σύστημα και δεν αυξάνουν τη δαπάνη. Επειδή τα θέματα καθυστερούν και οι ελληνικές εταιρείες δεν έχουν κανένα περιθώριο αναμονής, ζητάμε άμεσες και σοβαρές λύσεις.
Στη περίπτωση των εμβολίων, οι εταιρείες ενώ διαθέτουν τα φάρμακα σε τιμή ex-factory π.χ. 68 καλούνται να καταβάλλουν clawback που υπολογίζεται με βάση τη λιανική τιμή δηλαδή στο 100
Προσπαθούμε να πείσουμε για το αυτονόητο, αφενός ότι πρέπει εφαρμοστούν τα διαρθρωτικά μέτρα για τη βιώσιμη συγκράτηση της δαπάνης και αφετέρου ότι οι εταιρείες πρέπει να πληρώνουν clawback στο βαθμό που τους αναλογεί. Τα περίπου 200.000 νέα ΑΜΚΑ ανασφάλιστων το χρόνο, σε μια περίοδο που η ανεργία μειώνεται, καλύπτονται από τη φαρμακοβιομηχανία μέσω του clawback ενώ στην πραγματικότητα το κομμάτι αυτό θα πρέπει να καλύπτεται από λογαριασμούς Πρόνοιας. Στη περίπτωση των εμβολίων, οι εταιρείες ενώ διαθέτουν τα φάρμακα σε τιμή ex-factory π.χ. 68 καλούνται να καταβάλλουν clawback που υπολογίζεται με βάση τη λιανική τιμή δηλαδή στο 100… Με την καμπάνια που έκανε φέτος το κράτος εμβολιάστηκαν για τη γρίπη 3 εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ πέρσι είχαν εμβολιαστεί 2 εκατομμύρια. Είναι αυτονόητο ότι συμφωνούμε με την προώθηση της εμβολιαστικής κάλυψης, όμως θα πρέπει να αντιληφθούν όλοι ότι η αύξηση των εμβολιασμών δεν οφείλεται σε προωθητικές ενέργειες της βιομηχανίας, όμως το σχετικό κόστος που, εκτιμάται σε 120-130 εκατ. ευρώ, ενσωματώνεται αυτούσιο στο clawback. Αυτό που ζητάμε λοιπόν ως βιομηχανία είναι να φύγουν από εμάς τα βάρη που δεν μας αναλογούν. Η πρότασή μας είναι ότι πρέπει να βρεθούν ειδικά κονδύλια για την πρόνοια και τα εμβόλια σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εκτός από παραπάνω θα πρέπει να επισημανθεί η σημαντική καθυστέρηση στην εφαρμογή και παρακολούθηση των διαρθρωτικών μέτρων για το εξορθολογισμό της χρήσης και της αποζημίωσης των φαρμάκων με αποτέλεσμα να μην προκύπτουν εξοικονομήσεις, π.χ. Η ολοκλήρωση της νέας διαπραγμάτευσης για τη θεραπεία της Ηπατίτιδας C θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξοικονομήσεις τουλάχιστον 60 εκατ. ευρώ. Ακόμη, η εφαρμογή κλειδωμένων θεραπευτικών πρωτοκόλλων στο σύστημα της συνταγογράφησης της ΗΔΙΚΑ ώστε να συγκρατείται η αναίτια υποκατάσταση οικονομικών φαρμάκων από νεότερα ακριβότερα με ταυτόσημο θεραπευτικό αποτέλεσμα, προχωρά με μεγάλη καθυστέρηση. Αν δεν λυθούν τα θέματα αυτά, δεν θα υπάρχει η δυνατότητα για τις ελληνικές εταιρείες να επιχειρούν και να παρέχουν φθηνά και ποιοτικά φάρμακα.
Και αφού γίνουν αυτά, πρέπει ασφαλώς να υπάρχει ένας προϋπολογισμός, ανάλογα με τα δεδομένα της χώρας και το πώς θέλει να καλύπτει με φάρμακα τους πολίτες της. Είναι λογικό, οι φαρμακευτικοί προϋπολογισμοί να ενισχυθούν αναδρομικά ανάλογα με την αντίστοιχη αύξηση του ΑΕΠ των τριών τελευταίων χρόνων. Πρέπει να εφαρμοστούν τα θεραπευτικά πρωτόκολλα που εφαρμόζονται στις άλλες χώρες της Ευρώπης και να υπάρχει υποχρεωτικός “κόφτης” που θα εμποδίζει την υπερσυνταγογράφηση. Επίσης να λειτουργήσει η Επιτροπή ΗΤΑ [Health Technology Assessment] και η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης και να υιοθετηθεί μια πολιτική γενοσήμων που θα συμβάλει στη διατήρηση της δαπάνης εντός των ορίων των προϋπολογισμών για το φάρμακο.
Η Επιτροπή ΗΤΑ φαίνεται πως αντιμετωπίζει ορισμένες δυσκολίες
Το πώς θα λειτουργήσει η Επιτροπή ΗΤΑ και η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης παραμένει ένα μεγάλο στοίχημα. H επιτροπή ΗΤΑ και η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης είναι συγκοινωνούντα δοχεία και όλες οι χώρες στην Eυρώπη εφαρμόζουν ένα σύστημα αξιολόγησης με βάση το κόστος και το όφελος που έχουν τα νέα φάρμακα. Ορισμένα νέα φάρμακα, και ειδικά τα ογκολογικά έχουν υψηλές τιμές ενώ την εικόνα συμπληρώνουν οι βιολογικοί παράγοντες και τα φάρμακα για τις σπάνιες παθήσεις. Όλες οι χώρες έχουν πρόβλημα στο να καλύψουν το σύνολο των ασθενών τους με τα νέα φάρμακα, με βάση τα οικονομικά των ασφαλιστικών ταμείων, πόσο μάλλον μια πτωχευμένη χώρα όπως η Ελλάδα.
Στο πλαίσιο αυτό, έργο της Επιτροπής ΗΤΑ είναι ακριβώς η αξιολόγηση των νέων φαρμάκων π.χ. ένα νέο ακριβό φάρμακο που έχει την ίδια ένδειξη με ένα παλαιότερο φθηνότερο πρέπει να αποζημιώνεται εφόσον εκτιμάται το πρόσθετο θεραπευτικό του όφελος σε σχέση με την τιμή του. Αφού βαθμολογηθεί θετικά, πάει στην Επιτροπή Διαπραγμάτευσης η οποία διαπραγματεύεται μια έκπτωση, ανάλογα με τον αριθμό των ασθενών που ωφελούνται στην Ελλάδα ή σε κάθε χώρα. Ενώ αυτό γίνεται παντού, στην Ελλάδα έχουμε κολλήσει στα συνήθη προβλήματα της λειτουργίας των επιτροπών. Υπάρχει υποστελέχωση, δεν υπάρχει ικανοποιητική αμοιβή για τους ειδικούς και δεν βρίσκονται εξωτερικοί αξιολογητές.
Τι περιμένετε από τη σημερινή κυβέρνηση;
Η κυβέρνηση έχει παραλάβει από το περασμένο σύστημα τις συνιστώσες και τα δεδομένα που αύξησαν κατά πολύ το clawback. Τα τελευταία χρόνια είδαμε να αυξάνεται γεωμετρικά το κόστος για τα ακριβά φάρμακα που διατίθενται από τα φαρμακεία του ΕΟΠΠΥ, και το κόστος αυτό να επιβαρύνει όλα τα φάρμακα. Διεξάγεται συνεχώς μια ειλικρινή θεσμική συζήτηση με το υπουργείο Υγείας και τον ΕΟΠΠΥ και είναι αλήθεια ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει μια διοίκηση που καταλαβαίνει τα θέματα. Παράλληλα, θα τρέξει ο συμψηφισμός clawback με επενδύσεις, κάτι που είχε ανακοινώσει ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ και περιμένουμε να εφαρμοστεί ο πιο ισότιμος τρόπος κατανομής του clawback στις εταιρείες, ανάλογα με το αν τα φάρμακα είναι ακριβά ή φθηνά, παλιά ή νέα.
Πιστεύω ότι υπάρχει κοινός στόχος με το υπουργείο Υγείας για την αντιμετώπιση του clawback γιατί αν δεν γίνει αυτό θα προκύψουν σοβαρά θέματα βιωσιμότητας των εταιρειών, κυρίως των ελληνικών. Έχει γίνει αποδεκτό ότι το φάρμακο δεν είναι μόνο δαπάνη αλλά και επένδυση, γι’ αυτό αποφασίστηκε να δοθεί μια ενίσχυση 50 εκατ. ευρώ για φέτος και άλλα 100 εκατ. ευρώ το 2020 που θα συμψηφιστούν με επενδύσεις. Έχουν γίνει βήματα από το υπουργείο, ουσιαστικά μέσω της δυνατότητας αποπληρωμής των υποχρεωτικών επιστροφών μέσω δόσεων, αλλά και μέσω της απόφασης να εφαρμοστούν εντατικά κάποια διαρθρωτικά μέτρα. Το πρόβλημα ωστόσο είναι πολύ μεγάλο διότι το clawback εκτινάχθηκε με τα μέτρα του 2017 και του 2018.
Για μας είναι σημαντικό να επαναξιολογήσουμε την κατάσταση στο πρώτο εξάμηνο του 2020. Αν δεν αρχίσουν να αντιμετωπίζονται με σοβαρό τρόπο αυτά τα προβλήματα, φοβάμαι ότι θα υπάρξουν αποσύρσεις παλιών φαρμάκων, πλήρης ερήμωση και αποβιομηχάνιση από τις ελληνικές εταιρείες. Ελπίζω ότι μέσα στο επόμενο διάστημα θα υπάρξουν σημαντικές αλλαγές. Αυτό για εμάς αποτελεί μονόδρομο από τον οποίο εξαρτάται η επιβίωση τόσο των εταιρειών όσο και του συστήματος φαρμακευτικής φροντίδας.
Ενώ η βιομηχανία θεωρούσε πως μπορούσαν να δοθούν κάποιες αυξήσεις, το υπουργείο Υγείας ανακοίνωσε πάγωμα τιμών, πώς το βλέπετε αυτό;
Πράγματι, ενώ στις τιμές των φαρμάκων αναμέναμε κάποιες αυξήσεις υπήρξε πάγωμα. Προφανώς η βιομηχανία, δεν συμφωνεί με το πάγωμα τιμών, ωστόσο το όλο πλαίσιο τιμολόγησης δίνει τη δυνατότητα καλύτερης προβλεψιμότητας σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό είναι σημαντικό για τις εταιρείες. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι ένας συνδυασμός clawback, rebate και μειώσεων τιμών. Είχαμε ένα σύστημα το οποίο εμπνεύστηκε η τρόικα και δυστυχώς το εφάρμοσαν όλες οι κυβερνήσεις από το 2012 και μετά.
Ειδικά σε ότι αφορά στα παλιά γενόσημα, το 60% όσων κυκλοφορούν σήμερα στην αγορά είναι ζημιογόνα για τις εταιρείες.
Αυτό που γινόταν για τα παλιά και καταξιωμένα φάρμακα ήταν είτε να μειώνονται οι τιμές μόνο γι’ αυτά είτε να μειώνονται πολύ περισσότερο από τα νέα και ακριβά φάρμακα. Αν έχεις ένα φάρμακο των 8 ευρώ και μειώνεται η τιμή του 12% ετησίως για πέντε χρόνια και ένα άλλο φάρμακο των 300 ευρώ που μειώνεται η τιμή 1,5% ετησίως, τότε πρόκειται για μια πλήρη οικονομική ανισορροπία, αντίθετη με κάθε λογική συγκράτησης δαπανών. Οδηγεί σε τεράστια υποκατάσταση των ολοένα και φθηνότερων παλαιών φαρμάκων, προς όφελος των νέων ακριβών. Αυτό είναι κάτι που διορθώνεται, εν μέρει, με το νέο σύστημα τιμολόγησης, ωστόσο περιμέναμε κάποιες λογικές αναπροσαρμογές προς τα πάνω για τα φθηνά φάρμακα που δυστυχώς δεν δόθηκαν.
Έχει λεχθεί ότι και τα γενόσημα ήταν ακριβά στην Ελλάδα. Σας ικανοποιεί η διείσδυσή τους;
Αυτή τη στιγμή, τα γενόσημα, λόγω των επιβαρύνσεων και των μειώσεων των τιμών που έχουν υποστεί, έχουν φτάσει σε πολύ χαμηλές καθαρές τιμές, χαμηλότερες από το μέσο όρο της Ευρώπης. Το θέμα βέβαια είναι η επόμενη εναλλακτική στην περίπτωση που τα γενόσημα δεν μπορούν να παραμείνουν βιώσιμα στην αγορά. Η αντίληψη που φαίνεται να επικράτησε τα τελευταία χρόνια ήταν να θεωρείται ακριβό ένα φάρμακο των 6 ευρώ και να μην θεωρείται ακριβό ένα φάρμακο των 30 ευρώ. Ειδικά σε ότι αφορά στα παλιά γενόσημα, το 60% όσων κυκλοφορούν σήμερα στην αγορά είναι ζημιογόνα για τις εταιρείες. Και παρότι έχουν γίνει τεράστιες μειώσεις τιμών, δεν έχουν πάρει σημαντικό όγκο. Η διείσδυσή τους αυξήθηκε από το 23% στο 27% ενώ θα έπρεπε να φθάσει τουλάχιστον στο 40%, κάτι που θα σήμαινε όφελος των ασθενών, των ασφαλιστικών ταμείων και κατ’ επέκταση της εγχώριας παραγωγής.
Είναι σαφές ότι η αυξημένη διείσδυση των γενοσήμων είναι μια win-win στρατηγική για όλους γιατί με μεγαλύτερο όγκο μπορούν τα ασφαλιστικά ταμεία να επιτύχουν καλύτερες εκπτώσεις. Αλλά όταν στην ίδια εξίσωση έχουμε από τη μία πλευρά τεράστιες μειώσεις τιμών, υψηλό rebate, εξωφρενικό clawback και υψηλή φορολόγηση, και από την άλλη αδυναμία αύξησης του όγκου, το κράτος και η βιομηχανία δεν μπορούν να έρθουν σε μια καλή συμφωνία για εκπτώσεις και να επιτευχθεί ένα θετικό οικονομικό αποτέλεσμα.