Ζήσης Ψάλλας
Η ανάμειξη του πόσιμου νερού με το χλώριο, η πιο κοινή μέθοδος απολύμανσης του πόσιμου νερού στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες χώρες, δημιουργεί τοξικά παραπροϊόντα που μέχρι τώρα ήταν άγνωστα, σύμφωνα με τον Carsten Prasse από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins και τους συνεργάτες του από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας.
Σε αυτή τη μελέτη, ο Prasse και οι συνάδελφοί του εφάρμοσαν μια τεχνική που χρησιμοποιείται συνήθως στον τομέα της τοξικολογίας για την ταυτοποίηση ενώσεων με βάση την αντίδρασή τους με βιομόρια, όπως το DNA και οι πρωτεΐνες.
Οι ερευνητές πρώτα χλωρίωσαν το νερό με τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποιούνται εμπορικά για το πόσιμο νερό. Αυτό περιλάμβανε την προσθήκη περίσσειας χλωρίου, η οποία εξασφαλίζει επαρκή απολύμανση, αλλά επίσης εξαλείφει τις αβλαβείς οσμές για τις γεύσεις για τις οποίες οι καταναλωτές συχνά διαμαρτύρονται.
Μετά η ερευνητική ομάδα πρόσθεσε Ν-α-ακετυλο-λυσίνη (είναι σχεδόν ταυτόσημο με το αμινοξύ λυσίνη) για την ανίχνευση αντιδραστικών ηλεκτρόφιλων. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι τα ηλεκτρόφιλα είναι επιβλαβείς ενώσεις που έχουν συνδεθεί με μια ποικιλία ασθενειών. Οι επιστήμονες άφησαν το νερό για μία ημέρα και χρησιμοποίησαν φασματομετρία μάζας, μια μέθοδο ανάλυσης χημικών, για να ανιχνεύσουν τα ηλεκτρόφιλα που αντέδρασαν χημικά με το αμινοξύ.
Το πείραμά τους ανίχνευσε τις ενώσεις BDA (2-βουτένιο-1,4-διολη) και χλωρο-2-βουτένιο-1,4-διολη (BDA με χλώριο). Το BDA είναι μια πολύ τοξική ένωση και γνωστή καρκινογόνος ουσία, η οποία, πριν από τη μελέτη αυτή, οι επιστήμονες δεν την είχαν ανιχνεύσει στο χλωριωμένο νερό.
Παρόλο που ο Prasse τονίζει ότι πρόκειται για εργαστηριακή μελέτη και η παρουσία αυτών των νέων υποπροϊόντων σε πραγματικό πόσιμο νερό δεν έχει αξιολογηθεί, τα ευρήματα εγείρουν επίσης το ερώτημα σχετικά με τη χρήση εναλλακτικών μεθόδων για την απολύμανση του πόσιμου νερού, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης όζοντος, της επεξεργασίας με υπεριώδη ακτινοβολία ή της απλής διήθησης.
Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Environmental Science & Technology.