Θάνος Ξυδόπουλος
Νέα έρευνα με επικεφαλής ερευνητές από το McGill University βρήκε ότι οι βακτηριοφάγοι (ιοί που μολύνουν τα βακτηρίδια) και βρίσκονται στα εντερικά σημεία των παιδιών μπορεί να διαδραματίσουν ρόλο καθυστερώντας την ανάπτυξη κατά την παιδική ηλικία, κάτι που επηρεάζει το 22% των παιδιών ηλικίας κάτω των 5 ετών παγκοσμίως.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Cell Host & Microbe, υποδηλώνει επίσης ότι, επειδή οι φάγοι επηρεάζουν την ποικιλία των βακτηριακών κοινοτήτων στο γαστρεντερικό σωλήνα, θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση της υγείας.
Προηγούμενες μελέτες είχαν διαπιστώσει ότι το μικροβίωμα του εντέρου μπορεί να διαδραματίζει ρόλο στη σωματική ανάπτυξη των παιδιών, δείχνοντας ότι τα μη αναπτυγμένα παιδιά έχουν αυξημένο αριθμό εντερικών βακτηρίων που προκαλούν ασθένειες, οι οποίες συνδέονται με εξασθενημένες λειτουργίες της πέψης και της απορρόφησης.
Όμως, ενώ η έρευνα έχει επικεντρωθεί στα βακτήρια που υπάρχουν στο έντερο και στην επίδραση που μπορούν να έχουν στην ανθρώπινη υγεία, ελάχιστη προσοχή μέχρι τώρα έχει δοθεί σε άλλους πολύ συνήθεις κατοίκους της γαστρεντερικής οδού, τους βακτηριοφάγους.
Για να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο οι ιοί αυτοί μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο στην ανάπτυξη των παιδιών, η ομάδα της Maurice, σε συνεργασία με συναδέλφους τους στο Μπανγκλαντές, συνέλεξαν δείγματα κοπράνων από 30 παιδιά με καθυστερημένη ανάπτυξη και 30 άλλα παιδιά από το Μπανγκλαντές, ηλικίας μεταξύ 14 και 38 μηνών. Βρήκαν ότι οι φάγοι στο έντερο των δύο ομάδων ήταν διαφορετικοί. Επιπλέον, όταν τα βακτήρια του εντέρου από τα κανονικά παιδιά εκτέθηκαν σε φάγους των μη αναπτυγμένων παιδιών, in vitro (στο εργαστήριο), διαπίστωσαν ότι τα «κακά» βακτήρια, για τα οποία υπήρχαν υπόνοιες ότι εμπλέκονται στη μειωμένη ανάπτυξη, πολλαπλασιάστηκαν.
«Δείχνοντας ότι οι φάγοι μπορούν να αλλάξουν τη βακτηριακή κοινότητα στα παιδιά μεταξύ 6 και 23 μηνών, φαίνεται το δυναμικό τους στην αποκατάσταση της βακτηριακής κοινότητας του εντέρου» είπαν οι ερευνητές
Αν και τα ευρήματα πρέπει να επιβεβαιωθούν χρησιμοποιώντας ένα μεγαλύτερο δείγμα, και σε ζωικά μοντέλα, η Maurice είπε ότι, κατανοώντας τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ βακτηριδίων και ιών στο ανθρώπινο έντερο, θα μπορούσαμε να είμαστε σε θέση να βελτιώσουμε την ανθρώπινη υγεία.