Θάνος Ξυδόπουλος
Τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης Κ στο αίμα συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο περιορισμού της κινητικότητας στους ηλικιωμένους, κι αυτός είναι ένας παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη, σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποιήθηκε από τους ερευνητές του Jean Mayer USDA Human Nutrition Research Center on Aging στο Πανεπιστήμιο Tufts.
Η μελέτη είναι η πρώτη που αξιολογεί τη σχέση μεταξύ των βιοδεικτών της βιταμίνης Κ και της έναρξης του περιορισμού της κινητικότητας και της αναπηρίας σε ηλικιωμένους.
«Λόγω του αυξανόμενου πληθυσμού των ηλικιωμένων, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την ποικιλία των παραγόντων κινδύνου για την κινητική αναπηρία», δήλωσε η Kyla Shea, πρώτη συγγραφέας της μελέτης.
«Η χαμηλή βιταμίνη Κ έχει συσχετιστεί με την εμφάνιση χρόνιων παθήσεων που οδηγούν σε αναπηρία, αλλά η έρευνα για την κατανόηση αυτής της σχέσης είναι στα αρχικά της στάδια. Προηγούμενες μελέτες διαπίστωσαν ότι τα χαμηλά επίπεδα της κυκλοφορούσας στο αίμα βιταμίνης Κ σχετίζονται με βραδύτερη ταχύτητα βάδισης και υψηλότερο κίνδυνο οστεοαρθρίτιδας», είπε η ειδικός.
Η νέα μελέτη εξέτασε δύο βιοδείκτες: της βιταμίνης Κ (φυλλοκινόνη) και ένα άλλο λειτουργικό μέτρο της βιταμίνης Κ (η ucMGP πλάσματος). Χρησιμοποιώντας δεδομένα από την Health, Aging, and Body Composition Study, η παρούσα μελέτη διαπίστωσε ότι οι μεγαλύτεροι ενήλικες με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης Κ ήταν πιο πιθανό να αναπτύξουν περιορισμό κινητικότητας και αναπηρία. Ο άλλος βιοδείκτης, η ucMGP πλάσματος, δεν έδειξε σαφείς συσχετισμούς.
Οι ηλικιωμένοι με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης Κ ήταν κατά 50% πιο πιθανό να αναπτύξουν περιορισμό κινητικότητας και σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν κινητική αναπηρία σε σύγκριση με αυτούς που είχαν επαρκή επίπεδα. Αυτό ισχύει για άνδρες και γυναίκες.
«Η σύνδεση που παρατηρήσαμε με τα χαμηλά επίπεδα κυκλοφορίας της βιταμίνης Κ υποστηρίζει περαιτέρω τη σύνδεση της βιταμίνης Κ με την κινητική αναπηρία», δήλωσε η επικεφαλής της μελέτης Sarah Booth.
Η μελέτη χρησιμοποίησε στοιχεία από 635 άνδρες και 688 γυναίκες ηλικίας 70-79 ετών. Η κινητικότητα αξιολογήθηκε για έξι έως δέκα χρόνια μέσω ετήσιων κλινικών επισκέψεων και τηλεφωνικών συνεντεύξεων.
Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στο Journal of Gerontology: Medical Sciences.