Θάνος Ξυδόπουλος
Μια μελέτη με επικεφαλής τους επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας διερεύνησε τη σχέση μεταξύ μόλυνσης από παράσιτα και μικροβιώματος του εντέρου. Χρησιμοποιώντας γενετικές μεθόδους για τον χαρακτηρισμό του γαστρεντερικού μικροβιώματος 575 ανθρώπων από το Καμερούν -από εννέα χωριά με σημαντικές διαφορές στον τρόπο ζωής- οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η παρουσία παρασίτων συνδέθηκε έντονα με τη σύνθεση του μικροβιώματος.
Η έρευνα περιελάμβανε έξι μήνες επιτόπιων εργασιών, συλλέγοντας δείγματα κοπράνων και αίματος από βοσκούς Mbororo Fulani που ακολουθούσαν μια διατροφή υψηλής περιεκτικότητας σε κρέας και γαλακτοκομικά προϊόντα, από κυνηγούς-συλλέκτες τροπικών δασών Baka και Bagyeli που ασκούν περιορισμένη κτηνοτροφία καθώς και από τους γεωργούς και κτηνοτρόφους Bantu,.
Ως συγκριτική, η μελέτη περιελάμβανε και δύο ομάδες ανθρώπων που ζούσαν σε αστικές περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών που ακολουθούσαν δίαιτα με πολλά ζωικά λίπη, πρωτεΐνες και μεταποιημένα τρόφιμα.
Από τα 575 άτομα που δοκιμάστηκαν στο Καμερούν, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι σχεδόν το 40% είχε μολυνθεί με περισσότερα από ένα παράσιτα πριν λάβουν αντιπαρασιτική θεραπεία, με αρκετούς κυνηγούς-συλλέκτες να έχουν μολυνθεί με πολλαπλά παράσιτα. Συγκεκριμένα, τέσσερα παράσιτα του εντέρου που υπάρχουν στο έδαφος έτειναν να συνυπάρχουν με ρυθμό πολύ υψηλότερο από την τύχη: Ascaris lumbricoides, Necator americanus, Trichuris trichiura και Strongyloides stercoralis ή ANTS.
Πίσω στο εργαστήριο του Penn, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν εργαλεία γονιδιωματικής αλληλουχίας για να πάρουν ένα στιγμιότυπο των μικροβίων του εντέρου των συμμετεχόντων. Η σύνθεση του μικροβιώματος, βρήκαν, θα μπορούσε να προβλέψει με ακρίβεια τη χώρα ενός ατόμου (ΗΠΑ ή Καμερούν) και τον τρόπο ζωής (αστικός, ποιμενικός, αγροτοποιμενικός ή κυνηγός-συλλέκτης). Συνολικά, το μικροβίωμα μπορούσε να προβλέψει την παρουσία των τεσσάρων παρασίτων του εντέρου με 80% ακρίβεια.
Σε ένα δεύτερο μέρος της μελέτης, η ερευνητική ομάδα αξιολόγησε τη σχέση μεταξύ του μικροβιώματος του εντέρου και της κατανάλωσης γάλακτος στον πληθυσμό των ποιμένων Fulani.
Προηγούμενες εργασίες έχουν ρίξει φως στο πώς γενετικές μεταλλάξεις που επιτρέπουν την πέψη λακτόζης προέκυψαν σε ποιμενικές κοινότητες στην Αφρική, που επιλέχθηκαν μέσω της εξέλιξης λόγω των σημαντικών διατροφικών οφελών της κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Genome Biology.