Ζήσης Ψάλλας
Ερευνητές που μελετούν τον εγκέφαλο διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που λαμβάνουν από του στόματος αντισυλληπτικά, είχαν σημαντικά μικρότερο όγκο υποθαλάμου σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν λάμβαναν τέτοια χάπια. Αυτό βρήκε μια μελέτη που παρουσιάστηκε στην ετήσια συνάντηση της Ακτινολογικής Εταιρείας της Βόρειας Αμερικής (RSNA: Radiological Society of North America).
O υποθάλαμος βρίσκεται στη βάση του εγκεφάλου πάνω από την υπόφυση. Παράγει ορμόνες που βοηθούν στη ρύθμιση βασικών λειτουργιών του σώματος, όπως η θερμοκρασία του σώματος, τα συναισθήματα, η όρεξη, η σεξουαλική διάθεση, οι κύκλοι ύπνου και ο καρδιακός ρυθμός.
Οι επιδράσεις στις σεξουαλικές ορμόνες λόγω λήψης αντισυλληπτικών χαπιών στον ανθρώπινο υποθάλαμο δεν είχαν αναφερθεί ποτέ μέχρι σήμερα. Αυτό μπορεί να οφείλεται, εν μέρει, στο γεγονός ότι δεν υπήρχαν επικυρωμένες μέθοδοι για την ποσοτική ανάλυση των εξετάσεων MRI (Magnetic Resonance Imaging) του υποθαλάμου.
“Υπάρχει έλλειψη έρευνας για τις επιπτώσεις των αντισυλληπτικών που λαμβάνονται από το στόμα σε αυτό το μικρό αλλά ουσιαστικό μέρος του ανθρώπινου ανθρώπινου εγκεφάλου”, δήλωσε ο Michael L. Lipton, καθηγητής ραδιολογίας στο Albert Einstein College of Medicine.
Τα αντισυλληπτικά χάπια είναι από τις πιο δημοφιλείς μορφές ελέγχου των γεννήσεων και χρησιμοποιούνται επίσης για τη θεραπεία πολλών παθήσεων, όπως η ακανόνιστη εμμηνόρροια, οι κράμπες, η ακμή, η ενδομητρίωση και το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
Στη μελέτη του, ο Lipton και οι συνεργάτες του εξέτασαν μια ομάδα 50 υγιών γυναικών, εκ των οποίων 21 λάμβαναν από του στόματος αντισυλληπτικά. Και οι 50 γυναίκες υποβλήθηκαν σε MRI εγκεφάλου και χρησιμοποιήθηκε επικυρωμένη προσέγγιση για τη μέτρηση του υποθαλαμικού όγκου.
“Βρήκαμε μια δραματική διαφορά στο μέγεθος των δομών του εγκεφάλου μεταξύ των γυναικών που λάμβαναν από του στόματος αντισυλληπτικά”, δήλωσε ο Lipton. “Αυτή η αρχική μελέτη δείχνει μια ισχυρή συσχέτιση και πρέπει να παρακινήσει περαιτέρω έρευνες για τις επιπτώσεις των αντισυλληπτικών από το στόμα στη δομή του εγκεφάλου και τη δυνητική τους επίδραση στη λειτουργία του”.