Ζήσης Ψάλλας
Οι δυσλιπιδαιμίες, ιδιαίτερα η υπερχοληστερολαιμία, η υπερτριγλυκεριδαιμία και η χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνική χοληστερόλη (HDL-c), είναι παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνησιμότητα. Επιπλέον, έχουν συσχετιστεί με ορισμένες χρόνιες εκφυλιστικές ασθένειες όπως άνοιες.
Ωστόσο, ο ρόλος που παίζουν οι λιπιδικές διαταραχές ως παράγοντες κινδύνου θνησιμότητας στους ηλικιωμένους πληθυσμούς δεν είναι σαφής, παρόλο παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά νοσηρότητας και θνησιμότητας.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η σχέση μεταξύ της ολικής χοληστερόλης (TC) και της θνησιμότητας από κάθε αιτία ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία. Παρόλο που υπάρχει θετική σχέση (υψηλή χοληστερόλη και υψηλή θνησιμότητα) στην ηλικία των 40 ετών, η κατεύθυνση του κινδύνου γίνεται πιο ασθενής και τελικά αρνητική μέχρι την ηλικία των 80 ετών (αυτοί που έχουν υψηλή χοληστερόλη έχουν χαμηλότερη θνησιμότητα). Αυτή η αντιστροφή του κινδύνου στα ηλικιωμένα άτομα έχει επιβεβαιωθεί από διάφορες μελέτες.
Οι μελέτες που έδειξαν ότι οι ηλικιωμένοι με χαμηλή ολική χοληστερόλη έχουν κακή έκβαση επιβίωσης προέκυψε κυρίως από δυτικές μελέτες. Αλλά και μια μεγάλη μελέτη στον ηλικιωμένο πληθυσμό της Ταϊβάν έδειξε το ίδιο αποτέλεσμα. Η συγκεκριμένη μελέτη διεξήχθη μεταξύ 69.824 ηλικιωμένων διαπίστωσε ότι τα χαμηλά επίπεδα ολικής χοληστερόλης (<175 mg/dL), HDL χοληστερόλης (< 43 mg/dL) και LDL χοληστερόλης (<100,4 mg/dL) σχετίζονται με υψηλή θνησιμότητα από όλες τις αιτίες σε άτομα άνω των 65 ετών.
Σε μια άλλη μελέτη που περιέλαβε 3.600 γυναίκες, τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης LDL, που μετρήθηκαν μετά την ηλικία των 68 ετών, δεν συσχετίστηκαν με υψηλότερη θνησιμότητα.
Σε μια μετα-ανάλυση που δημοσιεύθηκε το 2016, οι ερευνητές ανέφεραν: «Οι αξιολογήσεις της συσχέτισης μεταξύ της χοληστερόλης του ορού και της θνησιμότητας έχουν μελετηθεί εδώ και δεκαετίες, και εκτεταμένη έρευνα έχει δείξει αδύναμη σχέση μεταξύ ολικής χοληστερόλης και θνησιμότητας στους ηλικιωμένους. Επίσης, αρκετές μελέτες έχουν δείξει ακόμη και μια αντίστροφη συσχέτιση. Ως εκ τούτου, προκαλεί έκπληξη το ότι δεν υπάρχει ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με τη θνησιμότητα και τα επίπεδα της LDL-C, η οποία συνήθως αναφέρεται ως αιτιολογικός παράγοντας για καρδιαγγειακές ασθένειες και αποτελεί στόχο της φαρμακολογικής θεραπείας των καρδιαγγειακών παθήσεων».
Το γεγονός ότι οι πολλοί ηλικιωμένοι με υψηλή LDL χοληστερόλη ζουν αρκετά ή ακόμη περισσότερο από εκείνους με χαμηλή LDL-χοληστερόλη, «παρέχει λόγους να αμφισβητηθεί η εγκυρότητα της υπόθεσης της χοληστερόλης», έγραψε αυτή η ερευνητική ομάδα.