Ζήσης Ψάλλας
Ο τρόπος με τον οποίο εντοπίζεται η δυσκοιλιότητα ποικίλλει σημαντικά. Μερικοί ασθενείς κάνουν αυτοδιάγνωση, μερικοί γιατροί τη διαγιγνώσκουν ρεαλιστικά και άλλοι χρησιμοποιούν τυπικά κριτήρια (Rome IV), τα οποία προσδιορίζουν συνδυασμούς των συμπτωμάτων που εμφανίζονται σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους.
Ο κύρια συγγραφέας της παρούσας μελέτης Δρ. Ειρήνη Δημήδη, ερευνήτρια στο King’s College London, δήλωσε: «Προηγούμενες μελέτες έχουν προσπαθήσει να εκτιμήσουν πόσα άτομα πάσχουν από δυσκοιλιότητα, αλλά τα αποτελέσματά τους κυμαίνονται μεταξύ 3% και 35%. Ένας λόγος για τον μη ακριβή τρόπο διάγνωσης είναι ότι δεν υπάρχει σαφήνεια γύρω από τα συμπτώματα της πάθησης. Σήμερα τα συνταγογραφούμενα φάρμακα για τη δυσκοιλιότητα αποτυγχάνουν στο 60% των ασθενών και σχεδόν οι μισό αναφέρουν ότι δεν είναι ικανοποιημένοι με τη θεραπεία τους».
Η ερευνητική ομάδα συγκέντρωσε δεδομένα από 2.557 ασθενείς (εκ των οποίων 934 είχαν αυτοαναφερόμενη δυσκοιλιότητα), 411 θεράποντες γιατρούς και 365 ειδικούς γαστρεντερολογίας.
Διαπίστωσαν ότι από εκείνους που αυτοανέφεραν δυσκοιλιότητα, το 94% πληρούσε τα τυπικά διαγνωστικά κριτήρια (Ρώμη IV). Παραδόξως, από τα 1.623 άτομα που δεν αυτοανέφεραν δυσκοιλιότητα, το 29% πληρούσε τα κριτήρια αυτά. Δηλαδή ένας στους τρεις “υγιείς” ασθενείς είχε δυσκοιλιότητα αλλά δεν το αναγνώριζαν.
Η μελέτη επισήμανε έξι βασικά συμπτώματα που συγκαταλέγονται μεταξύ των ομάδων μελέτης:
- κοιλιακή δυσφορία,
- πόνος και φούσκωμα
- ορθική δυσφορία,
- σκληρά κόπρανα,
- μετεωρισμός και φούσκωμα,
- ακράτεια κοπράνων
Ο καθηγητής Kevin Whelan, επικεφαλής του Τμήματος Διατροφικών Επιστημών στο King’s College του Λονδίνου, δήλωσε: «Η μελέτη μας αποκάλυψε ότι πολλά συμπτώματα θεωρούνται σημαντικά για τη διάγνωση της δυσκοιλιότητας από τον γενικό πληθυσμό που δεν αποτελούν μέρος των διαγνωστικών κριτηρίων ή των εργαλείων αξιολόγησης, με σημαντικές διαφορές μεταξύ ασθενών και γιατρών. Αυτό είναι σημαντικό καθώς οι ασθενείς που αναζητούν ιατρική περίθαλψη για τα συμπτώματα που σχετίζονται με τη δυσκοιλιότητα μπορεί να μην έχουν τα συμπτώματά τους αναγνωρισμένα ως δυσκοιλιότητα από τον γιατρό και επομένως να μην μπορούν να αντιμετωπιστούν ως τέτοια. Αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά την πρόσβαση των ασθενών στην περίθαλψη και τη θεραπεία».