Η υψηλή μάζα λίπους στην εφηβεία προκαλεί αντίσταση στην ινσουλίνη, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο επιδείνωσης της αντίστασης στην ινσουλίνη και της παχυσαρκίας μέχρι τη νεαρή ενήλικη ζωή. Ωστόσο, η υψηλή μυϊκή μάζα προστατεύει εν μέρει από την αντίσταση στην ινσουλίνη. Η σχετική μελέτη δημοσιεύθηκε στο Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism.

Η παιδική και η εφηβική παχυσαρκία παραμένει μια παγκόσμια επιδημία. Υπολογιζόμενη βάσει του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), η παχυσαρκία έχει συσχετιστεί με αρκετές καρδιαγγειακές, νευρολογικές και μυοσκελετικές παθήσεις καθώς και με διαβήτη τύπου 2 στην ενήλικη ζωή. Ωστόσο, ο ΔΜΣ είναι ένας φτωχός δείκτης μέτρησης της παχυσαρκίας στην παιδική και εφηβική ηλικία, καθώς δεν κάνει διάκριση μεταξύ μυϊκής μάζας και λιπώδους μάζας.

Η αντίσταση στην ινσουλίνη εμφανίζεται όταν τα κύτταρα του σώματος αποτυγχάνουν να λάβουν γλυκόζη από το αίμα παρά τη φυσιολογική ποσότητα παραγωγής ινσουλίνης, οδηγώντας σε υπερπαραγωγή ινσουλίνης, γνωστή ως υπερινσουλιναιμία. Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι πρόδρομος του διαβήτη τύπου 2 ήδη στη νεολαία, αλλά λείπουν μακροχρόνιες μελέτες σχετικά με τη συσχέτιση της συνολικής μάζας σωματικού λίπους, του κοιλιακού λίπους και της μυϊκής μάζας με τον κίνδυνο αντίστασης στην ινσουλίνη σε μεγάλο πληθυσμό νέων ανθρώπων.

Η τρέχουσα μελέτη χρησιμοποίησε δεδομένα από τη μελέτη Παιδιών του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ της δεκαετίας του ’90, γνωστή ως Avon Longitudinal Study of Parents and Children. Συνολικά 3.160 έφηβοι -1.546 αγόρια και 1.614 κορίτσια- συμπεριλήφθηκαν στις αναλύσεις. Οι έφηβοι ήταν 15 ετών κατά την έναρξη και παρακολουθήθηκαν για εννέα χρόνια μέχρι τη νεαρή ενηλικίωση στην ηλικία των 24 ετών. Η συνολική σωματική μάζα λίπους, το κοιλιακό λίπος και η μυϊκή μάζα μετρήθηκαν με απορρόφηση ακτίνων Χ διπλής ενέργειας (dual-energy X-ray absorptiometry) στην ηλικία των 15 ετών και επαναλήφθηκαν σε ηλικία 17 και 24 ετών. Ομοίως, η γλυκόζη νηστείας και η ινσουλίνη μετρήθηκαν από δείγματα αίματος που ελήφθησαν σε ηλικίες 15, 17 και 24 ετών και υπολογίστηκε η αντίσταση στην ινσουλίνη.

Με εκτεταμένο έλεγχο για φλεγμονές, λιπίδια, αρτηριακή πίεση, κατάσταση καπνίσματος, καθιστική ζωή, φυσική δραστηριότητα, κοινωνικοοικονομική κατάσταση και οικογενειακό ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου, παρατηρήθηκε ότι με κάθε 1 κιλό αθροιστική αύξηση στη συνολική σωματική μάζα λίπους από τα μέσα της εφηβείας σε νεαρή ηλικία αυξάνεται ο κίνδυνος υπερβολικής γλυκόζης στο αίμα (υπεργλυκαιμία) κατά 4%, η ινσουλίνη (υπερινσουλιναιμία) κατά 9% και η αντίσταση στην ινσουλίνη κατά 12%. Κάθε αύξηση κατά 1 κιλό στο κοιλιακό λίπος είχε ακόμη πιο έντονα αποτελέσματα, αυξάνοντας τον κίνδυνο υπεργλυκαιμίας κατά 7%, υπερινσουλιναιμίας κατά 13% και αντίστασης στην ινσουλίνη κατά 21%. Ωστόσο, κάθε 1 κιλό αύξηση της μυϊκής μάζας μείωσε τον κίνδυνο τόσο υπερινσουλιναιμίας όσο και αντίστασης στην ινσουλίνη κατά 2%.