Για πάνω από ένα χρόνο η Monsanto βρίσκεται στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, χάρη σε ένα βουνό αγωγών κατά της εταιρείας. Μέχρι τον περασμένο Ιούλιο οι αγωγές είχαν φτάσει τις 18.400 στις ΗΠΑ. Οι δικηγόροι των εναγόντων ισχυρίζονται ότι το Roundup, ένα προϊόν της εταιρείας που σκοτώνει τα αγριόχορτα προκαλεί, καρκίνο.
Η γλυφοσάτη -ή Ν(φωσφονομεθυλο) γλυκίνη, όπως είναι το επιστημονικό όνομα- είναι ένα ζιζανιοκτόνο και ξηραντικό καλλιεργειών. Εμφανίστηκε το 1970 ως αποτέλεσμα των εργασιών ενός ταλαντούχου χημικού της Monsanto, του John Franz. Το 1974 διατέθηκε στην αγορά για γεωργική χρήση με την εμπορική ονομασία Roundup. Απορροφάται από τα φυτά αναστέλλοντας ένα ένζυμο που διαθέτουν, την 5-ενολοπυροσταφυλοσικιμική-3-φωσφορική συνθάση. Αυτό το ένζυμο εμπλέκεται στη σύνθεση τριών αμινοξέων (τυροσίνη, τρυπτοφάνη και φαινυλαλανίνη) και εξουδετερώνει τα αναπτυσσόμενα ζιζάνια. Χωρίς τα τρία αμιοξέα, τα αγριόχορτα μαραίνονται και πεθαίνουν. Πρόκειται για ένα αποτελεσματικό προϊόν καθώς λίγες σταγόνες του μπορούν να σκοτώσουν ένα αγριόχορτο μέσα σε λίγες ημέρες.
Εκτός από την αποτελεσματικότητα, η γλυφοσάτη χαρακτηρίστηκε από τους ειδικούς της Monsanto ως απολύτως ασφαλές. Το ένζυμο που μπλοκάρει δεν βρέθηκε σε θηλαστικά ή πτηνά, οπότε θεωρήθηκε τοξικό μόνο για τα φυτά, και ασφαλές για τους ανθρώπους και τα ζώα. Ο Franz πήρε διάφορα βραβεία για το έργο του συμπεριλαμβανομένου ενός εθνικού μεταλλίου τεχνολογίας που του έδωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν το 1987. Ειπώθηκε ότι τέτοια επιτεύγματα γίνονται ένα στα 100 χρόνια και κάποιος παρομοίασε τη γλυφοσάτη ακόμα και με την ανακάλυψη της πενικιλίνης. Ανεπίσημα κυκλοφορούσε η φήμη ότι το χημικό ήταν τόσο ασφαλές που μπορούσε κανείς ακόμα και να το πιεί.
Η γλυφοσάτη είχε έρθει την κατάλληλη στιγμή για την Monsanto. Η εταιρεία είχε ιδρυθεί το το 1901 από τον John F. Queeny ο οποίος την ονόμασε από το επίθετο της γυναίκας του (Olga Mendez Monsanto), παράγοντας αρχικά τεχνητά γλυκαντικά όπως η σακχαρίνη. Στη συνέχεια έγινε κατασκευάστρια χημικών, από το θειικό οξύ ως τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCBs: Polychlorinated biphenyls), τα πλαστικά και τα συνθετικά, κάνοντας μια σειρά από εξαγορές. Μέχρι τη δεκαετία του 1940, ήταν μία από τις πολλές εταιρείες που παρήγαγαν το εντομοκτόνο διχλωροδιφαινυλοτριχλωροαιθάνιο (DDT) το οποίο στη συνέχεια απαγορεύτηκε. Στη δεκαετία του 1960, η εταιρεία είχε γίνει γνωστή ως μια βασική προμηθεύτρια της αμερικανικής κυβέρνησης του Agent Orange, το οποίο αποδείχθηκε πως περιείχε μια πολύ τοξική διοξίνη.
Καθώς στη δεκαετία του 1970, η Monsanto προσπαθούσε να βγει από το σκοτεινό σύννεφο του διοξινών, το Roundup φαινόταν πολύ ελπιδοφόρο. Μπορούσε να προβληθεί ως λιγότερο τοξικό ακόμα και από την ασπιρίνη. Ακόμα και πρόσφατα, το 2008, ο Stephen O. Duke, Αμερικανός επιστήμονας της Γεωργικής Υπηρεσίας Έρευνας και ο Αυστραλός ειδικός επί της ζιζανιοκτονίας Stephen B. Powles είπαν ότι η γλυφοσάτη είναι “περιβαλλοντικά αγαθή” και “σχεδόν ιδανική” ως ζιζανιοκτόνο. Με την ιδιότητα του ασφαλούς προϊόντος, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 έως το 2016, υπήρξε παγκοσμίως μια 100πλάσια αύξηση της ποσότητας εφαρμογής ζιζανιοκτόνων με βάση τη γλυφοσάτη. Έγινε το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο ζιζανιοκτόνο στον αμερικάνικο γεωργικό τομέα, και το δεύτερο πιο χρησιμοποιούμενο (μετά από το 2,4-D) για εφαρμογές οικιακές, κήπου, κρατικές, βιομηχανικές, και εμπορικές.
Όμως, τον Μάρτιο του 2015 η καλή δημόσια εικόνα της γλυφοσάτης θα ράγιζε. To International Agency for Research on Cancer (IARC) που ανήκει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ταξινόμησε τη γλυφοσάτη ως “πιθανώς καρκινογόνο για τον άνθρωπο” (κατηγορία 2Α) με βάση μελέτες επιδημιολογικές, σε ζώα και στον δοκιμαστικό σωλήνα. Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που λεγόταν ότι η γλυφοσάτη ίσως ήταν μια καρκινογόνος ουσία αλλά ήταν η πιο επίσημη.
Ο IARC διαπίστωσε ότι μελέτες έδειχναν μια ξεχωριστή σύνδεση μεταξύ του μη-Hodgkin λεμφώματος με τη γλυφοσάτη. Σημείωσε επίσης ότι συνδεόταν με το πολλαπλό μυέλωμα σε τρεις μελέτες ωστόσο τα στοιχεία για την ασθένεια αυτή δεν ήταν τόσο ισχυρά. Το συμπέρασμα ότι υπήρχαν “περιορισμένα στοιχεία” ότι η γλυφοσάτη μπορεί να προκαλέσει καρκίνο στους ανθρώπους και “επαρκή στοιχεία” ότι μπορεί να προκαλέσει καρκίνο σε πειραματόζωα. Η επιστημονική ομάδα που αξιολόγησε τη γλυφοσάτη αποτελούνταν από 17 επιστήμονες 11 χωρών.
Ο IARC δεν αποσκοπεί στη ρύθμιση των χημικών ουσιών αλλά στο να εντοπίσει πράγματα που μπορούν να προκαλέσουν καρκίνο στον άνθρωπο. Ο στόχος είναι να καθοριστεί πού υπάρχουν κίνδυνοι ώστε να βοηθηθούν οι ρυθμιστικές αρχές στις προσπάθειες για την προστασία της δημόσιας υγείας. Για το σκοπό αυτό, ο IARC συγκεντρώνει επιστήμονες από διαφορετικές ειδικότητες σε τακτά χρονικά διαστήματα οι οποίοι εξετάζουν χημικές ουσίες, φάρμακα, μείγματα, επαγγελματικές εκθέσεις, ακόμη και τις συνήθειες τις ζωής. Αυτές οι ομάδες εργασίας έχουν αξιολογήσει μέχρι σήμερα πάνω 1.000 παράγοντες που μπορεί να σχετίζονται με την υγεία.
Η “ανεξάρτητη” έρευνα
Οι επιστήμονες του IARC που συγκεντρώθηκαν στη Λυών της Γαλλίας στις 3 Μαρτίου 2015 για μια εβδομαδιαία σειρά συζητήσεων σχετικά με τη γλυφοσάτη και άλλα χημικά, ίσως δεν φαντάζονταν την “πυρκαγιά” που θα έβαζαν. Εσωτερικά έγγραφα της Monsanto -που εξετάστηκαν αργότερα στις δίκες που ακολούθησαν- δείχνουν ότι μέσα στους πρώτους δύο μήνες από ατή την ταξινόμηση του IARC, η εταιρεία ετοίμασε ένα σχέδιο δαπάνης τουλάχιστον 200.000 δολ. προκειμένου να πλήξει τους εμπλεκόμενους επιστήμονες του IARC και το έργο τους. Η ταξινόμηση αυτή ήταν ένα “σοβαρό στίγμα” που έπρεπε να αντιμετωπιστεί, σύμφωνα με μια εσωτερική έκθεση της Monsanto, η οποία περιείχε σειρά προτάσεων για επιστημονικές εργασίες οι οποίες θα έδειχναν ότι η γλυφοσάτη ήταν απόλυτα ασφαλής. Η ιδέα ήταν να θεωρηθεί ότι η επιστημονική ομάδα του IARC βασίστηκε σε επιστημονικά “σκουπίδια” έχοντας πολιτικά κίνητρα.
Η Monsanto συγκρότησε λοιπόν μια δική της “ανεξάρτητη” ομάδα 16 επιστημόνων τον Ιούλιο του 2015, η οποία τον Δεκέμβριο δημοσίευσε το πόρισμά της. Χωρίς έκπληξη, το συμπέρασμα ήταν ότι ο IARC είχε κάνει λανθασμένη ταξινόμηση και ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις «ανθρώπινης καρκινογένεσης». Σ’ αυτήν την “ανεξάρτητη” ομάδα, συμμετείχαν 10 επιστήμονες που είχαν εργαστεί ως σύμβουλοι της Monsanto στο παρελθόν και δύο ακόμη που ήταν πρώην υπάλληλοί της. Η Monsanto είπε ότι η έκθεση αυτή ήταν πιο έγκυρη από το έργο των επιστημόνων του IARC οι οποίοι αγνόησαν ένα μέρος των μελετών. Τα ευρήματά δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Critical Reviews in Toxicology και μερικά ανυποψίαστα μέσα ενημέρωσης δεν ανέφεραν τις σχέσεις των συγγραφέων με την Monsanto.
Τα κατάλοιπα της γλυφοσάτης
Τα υπολείμματα της γλυφοσάτης -όπως και άλλων παρασιτοκτόνων- υπάρχουν σε πολλά τρόφιμα που τρώμε από τα μανιτάρια και τις πατάτες μέχρι τα σταφύλια και τα φασόλια. Ένα δείγμα φραουλών που εξετάστηκε από το Υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ (USDA) σε ένα ετήσιο πρόγραμμα δοκιμών περιείχε υπολείμματα 20 φυτοφαρμάκων. Περίπου στο 85% επί 10.000 δειγμάτων τροφίμων που ελέγχθηκαν από το USDA το 2015 βρέθηκαν υπολείμματα παρασιτοκτόνων. Τα περισσότερα από αυτά τα τρόφιμα ήταν φρούτα και λαχανικά. Υψηλότερα επίπεδα από τα επιτρεπτά είχαν το σπανάκι, οι φράουλες, τα σταφύλια, τα πράσινα φασόλια, οι ντομάτες, τα αγγούρια και το καρπούζι. Στο σπανάκι και στις πατάτες έχουν βρεθεί ακόμα και κατάλοιπα χημικών που έχουν απαγορευτεί εδώ και καιρό στις ΗΠΑ, όπως π.χ. υπολείμματα ή μεταβολίτες του DDT.
Το USDA υποστηρίζει ότι τα υπολείμματα αυτά δεν δημιουργούν κίνδυνο για τους καταναλωτές όμως, πολλοί επιστήμονες λένε ότι δεν υπάρχει τίποτα να στηρίζει αυτόν το ισχυρισμό. «Δεν γνωρίζουμε αν τρώτε ένα μήλο κάθε μέρα, το οποίο έχει πολλαπλά κατάλοιπα, για 20 χρόνια, τι συνέπειες θα υπάρχουν», λέει ο Chensheng Lu, αναπληρωτής καθηγητής της περιβαλλοντικής βιολογίας στο Harvard. «Θέλουν να διαβεβαιώσουν όλοι ότι αυτό είναι ασφαλές, αλλά η επιστήμη είναι αρκετά ανεπαρκής. Κι αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα».
Αν και η έρευνα γύρω από τη γλυφοσάτη είναι περιορισμένη, έχουν αναδειχτεί κάποιες συσχετίσεις. Μελέτη σε αρσενικά ποντίκια έδειξε ότι αυτά ανέπτυξαν σάρκωμα που ξεκίνησε από την επένδυση των αιμοφόρων αγγείων τους. Άλλες έρευνες βρήκαν ότι η γλυφοστάτη παρήγαγε εμβρυϊκές δυσπλασίες σε εργαστηριακά ζώα. Μια ομάδα Βραζιλιάνων επιστημόνων διαπίστωσε ότι το Roundup διαταράσσει τις αρσενικές αναπαραγωγικές λειτουργίες προκαλώντας κυτταρικό θάνατο σε όρχεις αρουραίων. Μια ομάδα Βρετανών επιστημόνων με επικεφαλής τον Έλληνα ερευνητή Μιχάλη Αντωνίου συνέδεσε το Roundup με την λιπώδη ηπατική νόσο το 2017. Η δόση σ’ αυτήν τη μελέτη ήταν περίπου η ίδια με τις συγκεντρώσεις που βρέθηκαν στο νερό της βρύσης και πολύ χαμηλότερα από το επίπεδα που υπάρχουν σε ορισμένα τρόφιμα.
Οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι αγρότες, συχνά εκτίθενται κατά τη διάρκεια της ζωής τους σε πολλά φυτοφάρμακα μαζί. Σήμερα ξέρουμε ότι οι αγρότες διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για θανατηφόρο καρκίνο και ότι τα φυτοφάρμακα είναι ο κύριος ένοχος. Υπάρχει όμως πρόβλημα στην προσπάθεια να εντοπιστεί ένα συγκεκριμένο φυτοφάρμακο, μεταξύ των πολλών, ως αιτία μιας συγκεκριμένης ασθένειας. Οι έρευνες δείχνουν ότι υπήρξαν αυξήσεις της παγκόσμιας επίπτωσης του μη-Hodgkin λεμφώματος τα τελευταία τριάντα χρόνια αλλά η προσπάθεια να βρεθεί ποια εντομοκτόνα ή φυτοφάρμακα μπορεί να είναι πίσω από τα διάφορα είδη καρκίνου δεν είναι κάτι εύκολο.
Επιστήμη στην υπηρεσία της βιομηχανίας
Η βιομηχανία, αλλά και διάφοροι οργανισμοί υγείας, έχουν την τάση να υποβαθμίζουν τον κίνδυνο για καρκίνο από τα διάφορα χημικά και φυτοφάρμακα. Συνήθως κατηγορείται ο λάθος τρόπος ζωής του θύματος, το κάπνισμα, το αλκοόλ, η καθιστική ζωή, η παχυσαρκία και η ανθυγιεινή διατροφή αλλά όχι τα βιομηχανικά χημικά που βρίσκονται στον αέρα, το νερό και στις τροφές διότι κάτι τέτοιο θα είχε κοστοβόρες συνέπειες για τη βιομηχανία.
Είναι δύσκολο ένα χημικό να κατηγορηθεί για πρόκληση καρκίνου ή για άλλες επιπτώσεις στην υγεία όχι μόνο επειδή υπάρχει έλλειψη μελετών αλλά και επειδή συχνά οι μελέτες χρηματοδοτούνται από τη βιομηχανία για να θολώσουν τα επιστημονικά νερά. Ο σκοπός πολλών μελετών δεν είναι να αποκαλυφθεί η αλήθεια αλλά να αποτελέσουν όπλο στο μάρκετινγκ των εταιρειών. Αν οι μελέτες βγάλουν θετικό αποτέλεσμα δημοσιεύονται, αν όχι θάβονται. Μια έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2013 στο British Medical Journal διαπίστωσε ότι, από τις 585 μεγάλες βιοϊατρικές μελέτες που εξετάστηκαν, οι 171 παρέμειναν αδημοσίευτες πέντε χρόνια μετά την ολοκλήρωσή τους. Οι ερευνητές δεν αντιδρούν σ’ αυτό διότι ενεργούν σαν σύμβουλοι των εταιρειών, φυσικά με το αζημίωτο. Αλλά αν οι μελέτες δεν δημοσιεύονται, τότε γιατί γίνονται;
Οι οικονομικές δοσοληψίες της βιομηχανίας με τους επιστήμονες είναι γνωστές και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του sir Richard Doll. O Doll ήταν ο μεγαλύτερος επιδημιολόγος του περασμένου αιώνα, αυτός που πρώτος συνέδεσε αξιόπιστα το κάπνισμα με τον καρκίνο του πνεύμονα και έγινε το σύμβολο της αντικαπνιστικής εκστρατείας. Είχε επίσης προειδοποιήσει ότι και άλλα χημικά εκτός από αυτά που βρίσκονται τα τσιγάρα ευθύνονται για καρκίνους και έτσι απέκτησε τη φήμη του Εγγλέζου τζέντλεμαν που υπερασπίζεται τη δημόσια υγεία.
Όμως, το 2002, καταθέτοντας ο Doll τις επιστημονικές του εργασίες στη Wellcome Library του Λονδίνου, που αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες πηγές για τους μελετητές της ιστορίας της ιατρικής, βρέθηκε μια επιστολή του προς έναν υπάλληλο της Monsanto. Ο Doll ήταν επί χρόνια σύμβουλος της Monsanto και η αμοιβή του το 1986 ήταν 1.500 δολάρια την ημέρα, μια είδηση που έσκασε σαν βόμπα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι μια τέτοια αμοιβή δεν κρύβει κάτι κακό. Ωστόσο, η αμοιβή που έπαιρνε ο Doll από την Monsanto λύνει, εκ των υστέρων, την απορία πολλών σχετικά με το γεγονός ότι παρευρισκόταν σε δίκες υπερασπιζόμενος τη χημική βιομηχανία.
Η Monsanto επιμένει ότι η ασφάλεια της γλυφοσάτης έχει αποδειχθεί εδώ και πολλά χρόνια και ότι η επιστημονική ομάδα του IARC αγνόησε τις σχετικές μελέτες. Η ομάδα του IARC όμως έλαβε υπόψη τις μελέτες που έκρινε ως ποιοτικές. Η Kara Cook-Schultz, επικεφαλής της ομάδας “Campaign to Ban RoundUp” στις ΗΠΑ ανέφερε: «Η Monsanto μας λέει ότι η γλυφοσάτη είναι ασφαλής επειδή κάποιοι επιστήμονες λένε ότι είναι ασφαλής. Οι επιστήμονες αυτοί υπογράφουν με τα ονόματά τους τις μελέτες, ενώ η Monsanto υπογράφει τις επιταγές τους».
Το αν η γλυφοσάτη είναι μια καρκινογόνος ουσία παραμένει ανοιχτό. Δεν είναι ασυνήθιστο όμως ένα χημικό το οποίο θεωρείται “ευλογία” να γκρεμίζεται στη συνέχεια υπό το βάρος των επιστημονικών στοιχείων. Το DDT χρησιμοποιήθηκε επίσης στη γεωργία και σε κατοικημένες περιοχές και, όπως η γλυφοσάτη, ήταν για δεκαετίες μια μαγική ουσία. Για το DDT, ο Ελβετός χημικός Paul Hermann Müller, ο οποίος ανακάλυψε τις εντομοκτόνες του ιδιότητες το 1939 κέρδισε Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας ή Ιατρικής το 1948. Οι κίνδυνοι του DDT χρειάστηκαν χρόνια για να αναδυθούν πλήρως. Μετά από δεκαετίες χρήσης, βρέθηκε ότι ήταν ένας ενδοκρινικός διαταράκτης και, όπως η γλυφοσάτη, ταξινομήθηκε ως “πιθανώς” καρκινογόνο για τον άνθρωπο από εμπειρογνώμονες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ενώ συνδέθηκε με αποβολές, ηπατική βλάβη και άλλα προβλήματα υγείας. Σήμερα, το DDT είναι απαγορευμένο λόγω των περιβαλλοντικών και υγειονομικών κινδύνων αλλά κάποτε είχε χαρακτηριστεί ως “ευεργέτης ολόκληρης της ανθρωπότητας”.