Θάνος Ξυδόπουλος
Η σωματική δραστηριότητα έχει επισημανθεί ως μια από τις πιο σημαντικές ενέργειες που μπορούν να αναλάβουν οι άνθρωποι όλων των ηλικιών για τη βελτίωση της υγείας τους.
Ωστόσο, λείπουν οι υψηλής ποιότητας κλινικές δοκιμές για την αιτιώδη σχέση μεταξύ των επιπέδων σωματικής δραστηριότητας και της μακροζωίας.
Έτσι, μια διεθνής ερευνητική ομάδα ξεκίνησε να αξιολογεί την επίδραση πέντε ετών εποπτευόμενης άσκησης σε ηλικιωμένους ενήλικες (70-77 ετών).
Στη δοκιμή συμμετείχαν 1.567 άτομα (790 γυναίκες και 777 άνδρες) από τη Νορβηγία, με μέσο όρο ηλικίας 73 ετών. Συνολικά, το 87,5% των συμμετεχόντων ανέφερε καλή υγεία και το 80% ανέφερε ένα μέσο ή υψηλό επίπεδο σωματικής δραστηριότητας κατά την έναρξη της δοκιμής.
Από τους 1.567 συμμετέχοντες, 400 ακολουθούσαν δύο εβδομαδιαίες συνεδρίες διαλειμματικής άσκησης υψηλής έντασης (HIIT: high intensity interval training), 387 έκαναν συνεχή προπόνηση μέτριας έντασης (MICT: moderate intensity continuous training) και 780 ακολουθούσαν τις νορβηγικές οδηγίες για τη σωματική δραστηριότητα (ομάδα ελέγχου), όλοι για 5 χρόνια.
Μετά από πέντε χρόνια, το συνολικό ποσοστό θνησιμότητας ήταν 4,6% (72 συμμετέχοντες). Οι ερευνητές δεν βρήκαν καμία διαφορά σε όλες τις αιτίες θνησιμότητας μεταξύ της ομάδας ελέγχου (4,7%, 37 συμμετέχοντες) και της συνδυασμένης ομάδας HIIT και MICT (4,5%, 35 συμμετέχοντες). Δεν βρήκαν επίσης διαφορές στην καρδιαγγειακή νόσο ή τον καρκίνο μεταξύ της ομάδας ελέγχου και της συνδυασμένης ομάδας HIIT και MICT.
Για παράδειγμα, το συνολικό ποσοστό συμμετεχόντων με καρδιαγγειακή νόσο μετά από πέντε χρόνια ήταν με 16% (125 συμμετέχοντες) στην ομάδα ελέγχου, 15% (58 συμμετέχοντες) στην ομάδα MICT και 15,3% (61 συμμετέχοντες) στην ομάδα HIIT.
“Αυτή η μελέτη δείχνει ότι τα τα MICT και HIIT δεν έχουν καμία επίδραση σε όλες τις αιτίες θνησιμότητας σε σύγκριση με τα συνιστώμενα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας”, έγραψαν οι ερευνητές.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ορισμένους περιορισμούς. Για παράδειγμα, οι πολύ ενεργοί συμμετέχοντες στην ομάδα ελέγχου θα μπορούσε να έχει παρεμποδίσει την εύρεση διαφορών. Πολλοί συμμετέχοντες ήταν πιο υγιείς από το αναμενόμενο κατά την έναρξη της μελέτης, κάτι που μπορεί να έχει περιορίσει τη δυνατότητα αύξησης των επιπέδων δραστηριότητας περαιτέρω.