Ένα τριπλό φάρμακο για την υπέρταση που συνδυάζει τρεις δραστικές ουσίες, έδειξε πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα σε μια κλινική δοκιμή. Τα ευρήματα της μελέτης που δημοσιεύθηκαν στο «Journal of the American Medical Association», θα μπορούσαν να αλλάξουν τα δεδομένα στην καταπολέμηση της υπέρτασης που πλήττει περίπου το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού.

«Το να βλέπουμε ποσοστά άνω του 80% σε μόλις ένα μήνα είναι εντυπωσιακό», αναφέρει  ο καθηγητής Ντάικ Ότζι, επικεφαλής της μελέτης και της Μονάδας Καρδιαγγειακής Έρευνας στο Πανεπιστήμιο της Αμπούτζα στη Νιγηρία.

Αυτό είναι ένα εντυπωσιακό στατιστικό στοιχείο, αν αναλογιστεί κανείς ότι στις περισσότερες αφρικανικές χώρες, λιγότεροι από 1 στους 4 ενήλικες διατηρούν την υπέρταση υπό έλεγχο. Το νέο φάρμακο μείωσε τη συστολική αρτηριακή πίεση κατά 5,8 mmHg.

«Υπήρξε ελάχιστη καινοτομία στον τομέα αυτό, οπότε είναι ικανοποιητικό να βλέπουμε την πολυετή έρευνα του Ινστιτούτου George να καταλήγει σε μια νέα θεραπεία με τη χρήση καθιερωμένων φαρμάκων για την αντιμετώπιση της πάθησης», σημειώνει ο Άντονι Ρότζερς, ανώτερος καθηγητής στο Ινστιτούτο George και επικεφαλής γιατρός της George Medicines, της εταιρείας που αναπτύσσει τη νέα θεραπεία.

Το νέο φάρμακο περιέχει χαμηλές δόσεις των δραστικών ουσιών τελμισαρτάνη, αμλοδιπίνη και ινδαπαμίδη και έχει σχεδιαστεί για να ξεπεράσει ορισμένα σημαντικά εμπόδια στην αποτελεσματική διαχείριση της υπέρτασης στην Αφρική.

«Υπάρχει ένας παγκόσμιος στόχος να επιτευχθεί έλεγχος της αρτηριακής πίεσης στο 80% των ασθενών, αλλά καμία χώρα δεν το έχει επιτύχει ακόμη», σημειώνει ο Ρότζερς.

Το τριπλό φάρμακο, εκτός από αποτελεσματικό, ήταν και καλύτερα ανεκτό από την καθιερωμένη θεραπεία. Επιπλέον, δεν παρατηρήθηκαν παρενέργειες, που σημαίνει ότι ο συνδυασμός πολλαπλών φαρμάκων για την υπέρταση δεν αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης  παρενεργειών.

Για να καταστεί αυτή η καινοτόμος θεραπεία ευρέως προσβάσιμη, θα πρέπει να είναι διαθέσιμη και οικονομικά προσιτή σε συστήματα υγείας με περιορισμένους πόρους. Οι συνεργασίες με φαρμακευτικές εταιρείες και η ενσωμάτωση στα εθνικά συστήματα προμήθειας και διανομής φαρμάκων θα είναι καθοριστικής σημασίας.