Μια νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Diabetes Care, διερεύνησε τη συσχέτιση μεταξύ των συγκεντρώσεων γλυκόζης στο αίμα κατά την εισαγωγή στο Νοσοκομείο και την εμφάνιση καρδιαγγειακών και νεφρικών επιπλοκών σε ασθενείς με COVID-19.
Πρόκειται για πολυκεντρική προοπτική μελέτη που πραγματοποιήθηκε στη Μ. Βρετανία. Συμμετείχαν 36.269 ενήλικες που νοσηλεύτηκαν με COVID-19 μεταξύ 6 Φεβρουαρίου 2020 και 16 Μαρτίου 2021. ΟΙ συμμετέχοντες είχαν διάμεση ηλικία τα 71 έτη και 20.591 από αυτούς ήταν άνδρες (56,8%). Συνολικά, καρδιαγγειακές και νεφρικές επιπλοκές εμφανίστηκαν σε 10.421 (28,7%) ασθενείς. Παρατηρήθηκε μια μη γραμμική συσχέτιση μεταξύ του επιπέδου γλυκόζης εισαγωγής και των καρδιαγγειακών και νεφρικών επιπλοκών. Ωστόσο, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η φύση της μη γραμμικής σχέσης ήταν συγκεκριμένη ανάλογα με το αποτέλεσμα.
Μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας, αρρυθμίας και επιπλοκών πήξης συσχετίστηκε με επίπεδα γλυκόζης στο υπογλυκαιμικό εύρος. Από την άλλη, η συσχέτιση μεταξύ του επιπέδου γλυκόζης και των πιθανοτήτων εμφάνισης καρδιακής ανακοπής, καρδιακής ισχαιμίας και εγκεφαλικού επεισοδίου χαρακτηρίστηκε από αυξανόμενες πιθανότητες με αυξανόμενα επίπεδα γλυκόζης εισαγωγής. Για την καρδιακή ισχαιμία και το εγκεφαλικό επεισόδιο η αύξηση των πιθανοτήτων ήταν γραμμική σε όλη την κατανομή της γλυκόζης, ενώ για την καρδιακή ανακοπή ο ρυθμός αύξησης μειώθηκε σε υψηλότερες τιμές γλυκόζης.
Επιπλέον, για τις περισσότερες επιπλοκές, παρατηρήθηκε τροποποιητική επίδραση της ηλικίας, με υψηλότερες πιθανότητες επιπλοκών σε υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης για ασθενείς ηλικίας
Η νέα μελέτη αυτή περιγράφει τον αυξημένο κίνδυνο ενδονοσοκομειακών καρδιαγγειακών και νεφρικών επιπλοκών τόσο σε υψηλά όσο και σε χαμηλά επίπεδα γλυκόζης, καθώς και σε ασθενείς με ή χωρίς διαβήτη. Τα ευρήματα αυτά υπογραμμίζουν τη σημασία του τακτικού ελέγχου γλυκόζης κατά την εισαγωγή προκειμένου να εφαρμοστούν εξατομικευμένες στρατηγικές γλυκαιμικής ρύθμισης. Φαίνεται επίσης ότι γλυκόζη εισαγωγής θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης για τη διαστρωμάτωση κινδύνου τέτοιων ασθενών. Μελλοντική έρευνα θα πρέπει να αξιολογήσει τις παρεμβάσεις για τον καθορισμό του βέλτιστου γλυκαιμικού ελέγχου, αποφεύγοντας τόσο την υπογλυκαιμία όσο και την υπεργλυκαιμία σε άτομα με COVID-19.