Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «EMBO Molecular Medicine», οι ερευνητές ισχυρίζονται ότι βρήκαν έναν βιοδείκτη της σχιζοφρένειας που μπορεί να εντοπιστεί στα μαλλιά των ανθρώπων. Το υδρόθειο που ήταν παρόν στους εγκεφάλους των ανθρώπων και στα ποντίκια «φωτογραφίζουν» συμπτώματα ψυχικών διαταραχών καθώς λειτουργεί ως βιοδείκτης για αυτήν την ιατρική κατάσταση.
Ερευνητές από την Ιαπωνία εξέτασαν ποντίκια τα οποία είχαν υψηλές ή χαμηλές προπαλμικές αναστολές (σ.τ.σ: φαινόμενο της δραστικής αύξησης ή μείωσης του ακουστικού αντανακλαστικού αιφνιδιασμού). Βρέθηκε ότι τα ποντίκια με χαμηλότερες προπαλμικές αναστολές παρουσίασαν μεγαλύτερη ποσότητα από ένα συγκεκριμένο ένζυμο που βοηθά στην παραγωγή υδρόθειου και επομένως είχαν υψηλότερα επίπεδα του αερίου αυτού. Μειώνοντας την ποσότητα του ενζύμου που παρήγαγαν τα ποντίκια οι ερευνητές μπορούσαν να βελτιώσουν τις προπαλμικές αναστολές τους.
Οι μελετητές προκειμένου να διερευνήσουν αν τα ίδια ευρήματα μπορούν να παρατηρηθούν σε ανθρώπους εξέτασαν τους εγκεφάλους ανθρώπων με σχιζοφρένεια που είχαν ήδη πεθάνει και παρατήρησαν ότι ένα ειδικό ένζυμο βρισκόταν σε υψηλότερες συγκεντρώσεις στους εγκεφάλους των πασχόντων συγκριτικά με τους εγκεφάλους των υγιών ατόμων.
Η ερευνητική ομάδα μελέτησε, επίσης, τα τριχοθυλάκια από 149 άτομα με σχιζοφρένεια και τα συνέκρινε με αυτά 166 υγιών ατόμων. Και πάλι, τα επίπεδα του ενζύμου που παράγει υδρόθειο ήταν υψηλότερα στους πάσχοντες από τη συγκεκριμένη ψυχική διαταραχή.
Η σχιζοφρένεια χαρακτηρίζεται από ποικίλα συμπτώματα συμπεριλαμβανομένων των ψευδαισθήσεων, οι πάσχοντες ακούνε φωνές, έχουν αυταπάτες και αποδιοργανωμένη σκέψη, επίσης δεν έχουν όλο το φάσμα των συναισθημάτων, όπως ένας μέσος άνθρωπος.
Περίπου το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού πλήττεται από σχιζοφρένεια, η οποία συνήθως εμφανίζεται από το τέλος της εφηβείας μέχρι και τα 30 χρόνια στη ζωή ενός ανθρώπου ενώ περιβαλλοντικοί όσο και γενετικοί παράγοντες συμβάλλουν στην εμφάνιση της σχιζοφρένειας.
Πιστεύεται ότι τα υψηλά επίπεδα του ενζύμου οδηγούν σε αλλαγές στην ανάπτυξη του DNA, που συνεχίζονται και στην ενήλικη ζωή. Ένας από τους συντάκτες της μελέτης, ο Τακέο Γιοσικάβα, του Εργαστηρίου Μοριακής Ψυχιατρικής στο Ιαπωνικό Κέντρο RIKEN για την επιστήμη του εγκεφάλου, δήλωσε στο Newsweek ότι τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται αυτή τη στιγμή για τη θεραπεία της σχιζοφρένειας έχουν ανακαλυφθεί πάνω από μισό αιώνα πριν αλλά δεν είναι αποτελεσματικά για το 30% των ασθενών.
«Παρόλα αυτά, οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν εγκαταλείψει τις προσπάθειες δημιουργίας νέων φαρμάκων», είπε ο ίδιος.
Ο Γιοσικάβα καταλήγει ότι αυτή η έρευνα αναμένεται να δώσει ένα νέο παράδειγμα για τη δημιουργία φαρμάκων. Οι αναστολείς των ενζύμων που συνθέτουν υδρόθειο φαίνεται να είναι σημαντικοί για τη θεραπεία της σχιζοφρένειας, τουλάχιστον για τους ασθενείς που δεν μπορούν να βοηθηθούν από τα υπάρχοντα φάρμακα.