Οι δίγλωσσοι άνθρωποι, που μιλούν μια ξένη γλώσσα, ακόμη κι αν άρχισαν να τη μαθαίνουν στην ηλικία των 10 ετών (όπως συχνά συμβαίνει στη χώρα μας), έχουν βελτιώσεις στη λευκή ουσία του εγκεφάλου τους, σε σχέση με όσους μιλάνε μόνο τη μητρική γλώσσα τους, σύμφωνα με μια νέα έρευνα Ελλήνων και Βρετανών επιστημόνων.

Η νέα μελέτη έρχεται να προστεθεί σε προηγούμενες, οι οποίες έχουν επίσης δείξει ότι όσοι μιλάνε μία ή περισσότερες ξένες γλώσσες διαθέτουν καλύτερη νοητική υγεία μέχρι τα γεράματα, γεγονός που αποτελεί «αντίδοτο» στην άνοια.

Στο παρελθόν είχε διαπιστωθεί ότι η δεύτερη γλώσσα παρέχει όφελος όταν μαθαίνεται πολύ νωρίς στη ζωή ενός ανθρώπου, σχεδόν παράλληλα με τη μητρική του. Όμως, η νέα έρευνα δείχνει ότι ανάλογο όφελος για τον εγκέφαλο και τον νου υπάρχει ακόμη κι αν η εκμάθηση αρχίζει κάποια στιγμή στο δημοτικό σχολείο.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Χρήστο Πλιάτσικα της Σχολής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κεντ (και με τη συμμετοχή της επίσης ελληνικής καταγωγής Ελισσάβετ Μοσχοπούλου του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Ρέντινγκ), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στα «Πρακτικά της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών» (PNAS) των ΗΠΑ, μελέτησαν με μεθόδους νευροαπεικόνισης τον εγκέφαλο 20 ατόμων, ηλικίας περίπου 30 ετών.

Τα άτομα αυτά είχαν αρχίσει να μαθαίνουν μετά την ηλικία των 10 ετών τα αγγλικά ως ξένη γλώσσα. Η μελέτη αποκάλυψε ότι οι άνθρωποι αυτοί στα 30 τους είχαν καλύτερη δομή της λευκής ουσίας στον εγκέφαλό τους, σε σχέση με μια δεύτερη ομάδα 25 ατόμων παρόμοιας ηλικίας που μιλούσαν μόνο αγγλικά.

«Ο καθημερινός χειρισμός πάνω από μιας γλώσσας λειτουργεί ως παράγοντας έντονης γνωσιακής ενεργοποίησης, που ωφελεί συγκεκριμένες εγκεφαλικές δομές, οι οποίες σχετίζονται με τη γλώσσα, διατηρώντας έτσι τη δομική ακεραιότητά τους. Συνεπώς, λειτουργεί προστατευτικά έναντι του εκφυλισμού τους σε προχωρημένη ηλικία» δήλωσε ο Χρήστος Πλιάτσικας.