Δρ. Μαρία Αποστολοπούλου
Ενδοκρινολόγος-Διαβητολόγος
Ενδοκρινολογική Κλινική Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ντίσελντορφ
Ο Νοέμβριος είναι μήνας ενημέρωσης για τον σακχαρώδη διαβήτη. Πρόκειται για μια διαταραχή του μεταβολισμού υδατανθράκων, λιπιδίων και πρωτεϊνών πού οφείλεται σε έλλειψη ινσουλίνης η οποία μπορεί να είναι είτε πλήρης ή μερική ή σχετική. Ως σχετική χαρακτηρίζεται όταν υπάρχει αντίσταση στην ινσουλίνη, δηλαδή παρά τα αυξημένα επίπεδα της στο αίμα αυτή δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών του μεταβολισμού καθώς οι ιστοί δεν ανταποκρίνονται σε αυτήν ώστε να δράσει.
Κύρια έκφραση όλων των μορφών σακχαρώδους διαβήτη είναι η αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα. Η ταξινόμηση έχει ως εξής:
1) σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1
2) σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2
3) άλλοι τύποι διαβήτη, στους οποίους συγκαταλέγεται ο διαβήτης λόγω γενετικών διαταραχών της λειτουργίας των β-κυττάρων (έκκριση ινσουλίνης). Εδώ περιλαμβάνονται τα σύνδρομα του μονογονιδιακού διαβήτη όπως ο νεογνικός σακχαρώδης διαβήτης και ο διαβήτης MODY(Maturity Onsent Diabetes of the Young), σακχαρώδης διαβήτης που προκαλείται από γενετικές διαταραχές που αφορούν στη δράση της ινσουλίνης, διαβήτης προκαλούμενος από ενδοκρινοπάθειες, λοιμώξεις ή νόσους του παγκρέατος, σακχαρώδης διαβήτης προκαλούμενος από φάρμακα καθώς και γενετικά σύνδρομα που σχετίζονται με σακχαρώδη διαβήτη.
4) Διαβήτης της κύησης
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 οφείλεται στην καταστροφή των β-κυττάρων που συνήθως οδηγεί σε σχεδόν πλήρη έλλειψη ινσουλίνης. Αφορά 5 με 10% των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη και εκτιμάται ότι στην Ελλάδα η επίπτωση κυμαίνεται σε 9,7 ανά 100.000 κατ’ έτος.
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2:οφείλεται στην προοδευτική μείωση της επαρκούς έκκρισης της ινσουλίνης από τα β-κύτταρα του παγκρέατος.Χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η αντίσταση στην ινσουλίνη με επακόλουθη σημαντική μείωση της έκκρισης της ινσουλίνης. Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 αφορά πάνω από 90% των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη.
Διαβήτης MODY και νεογνικός διαβήτης: Ο μονογονιδιακός σακχαρώδης διαβήτης είναι σπάνιος και ευθύνεται για 1% έως 4% των περιπτώσεων σακχαρώδους διαβήτη. Ο νεογνικός σακχαρώδης διαβήτης είναι μόνιμος, παροδικός ή συνδρομικός. Η ταξινόμηση του MODY και του νεανικού διαβήτη έχει αντικατασταθεί από μοριακή γενετική διάγνωση η οποία είναι χρήσιμη στην κλινική αντιμετώπιση. Ανάλογα με την μετάλλαξη που υπάρχει αιτιολογικά στον κάθε τύπο MODYμπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε ινσουλίνη είτε σουλφονυλουρίες θεραπευτικά. Ο μονογονιδιακός σακχαρώδης διαβήτης MODY συχνά ερμηνεύεται λανθασμένα ως διαβήτης τύπου 1 είτε τύπου 2.
Τα κριτήρια του σακχαρώδους διαβήτη
Τα κριτήρια για τη διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη:
1) Γλυκόζη πλάσματος νηστείας ≥ 126 mg/dl.
2) Γλυκόζη πλάσματος δύο ωρών κατά τη δοκιμασία φόρτισης με 75 γραμμάρια
γλυκόζη≥200 mg/dl.
3) Τυχαία μέτρηση γλυκόζης πλάσματος≥από 200 mg/dl σε άτομα με τυπικά
συμπτώματα υπεργλυκαιμίας.
4) Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) ≥ 6,5%.
Επί αμφιβολίας για τη διάγνωση τελικό κριτήριο είναι η δοκιμασία ανοχής της γλυκόζης. Η δοκιμασία αυτή είναι χρήσιμη για τη διαγνωστική προσέγγιση ατόμων στα οποία ενώ υπάρχει ισχυρή υποψία σακχαρώδους διαβήτη, αυτά έχουν φυσιολογική ή διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας ή σε άτομα που παρουσιάζουν γλυκόζη νηστείας φυσιολογική αλλά μεταγευματικά αυξημένη. Η δοκιμασία πρέπει να γίνεται πρωί μετά από 10ωρη νηστεία. Στο άτομο χορηγούνται 75gr άνυδρης γλυκόζης, διαλυμένα σε περίπου 300 ml νερού, τα οποία πρέπει να ληφθούν σε χρονικό διάστημα τριών έως πέντε λεπτών. Φλεβικό αίμα λαμβάνεται πριν από τη χορήγηση της γλυκόζης και ακριβώς 2 ώρες μετά.
Ο προσδιορισμός της γλυκόζης γίνεται με ενζυμική μέθοδο στο πλάσμα ή στον ορό. Η δοκιμασία δεν πρέπει να γίνεται αν υπάρχει λοίμωξη, πρόσφατη χειρουργική επέμβαση η άλλη οξεία κατάσταση όπως οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου ή λήψη κορτιζόνης. Υπάρχουν όμως και ενδιάμεσες διαταραχές του μεταβολισμού της γλυκόζης οι οποίες χαρακτηρίζονται ως προδιαβήτης, αυτές είναι αυτές είναι:
1) Η διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας (γλυκόζη πλάσματος νηστείας 100 έως 125 mg/dl, ImpairedFasting Glucose IFG) και
2) Η διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη (γλυκόζη πλάσματος δύο ωρών κατά τη δοκιμασία φόρτισης με γλυκόζη 75gr 140-199 mg/dl– ImpairedGlucoseTolerance IGT).
Ο κίνδυνος εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη για τα άτομα τα οποία έχουν προδιαβήτη υπολογίζεται σε 25-30% στα επόμενα τρία ως πέντε έτη. Ο κίνδυνος για αυτούς που έχουν και τις δύο καταστάσεις θεωρείται περισσότερο αυξημένος, περίπου 50% σε 5 έτη.
Ενδείξεις για προσυμπτωματικό έλεγχο σακχαρώδους διαβήτη έχουν:
1) άτομα υπέρβαρα ή παχύσαρκα που έχουν τουλάχιστον ένα από τους παρακάτω παράγοντες:
-οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη σε συγγενείς πρώτου βαθμού
-ιστορικό υπέρτασης ή καρδιαγγειακής νόσου
-ιστορικό δυσλιπιδαιμίας
-σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών στις γυναίκες
-καταστάσεις που σχετίζονται με αντίσταση στην ινσουλίνη όπως η μελανίζουσα ακάνθωση.
-το ιστορικό προδιαβήτη
-το ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη κύησης
-η ηλικία άνω των 45 ετών
-η λοίμωξη από HIV
-αν τα αποτελέσματα του προσυμπτωματικού ελέγχου είναι φυσιολογικά θα πρέπει να επαναλαμβάνονται ανά τριετία.
Σημαντικό ρόλο παίζει η έγκαιρη διάγνωση ώστε να προληφθούν επιπλοκές, οπότε μην αργείτε να ενημερωθείτε και να εξεταστείτε!