Δρ. Μαρία Αποστολοπούλου

Ενδοκρινολόγος-Διαβητολόγος

Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Ντίσελντορφ

 

 

Πολλοί παράγοντες έχουν συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 (ΣΔΤ2). Αυτοί μπορούν να κατηγοριοποιηθούν κυρίως σε μη τροποποιήσιμους και τροποποιήσιμους. Ο πιο σημαντικός μη τροποποιήσιμος παράγοντας κινδύνου είναι η ηλικία, με την επικράτηση του ΣΔΤ2 να αυξάνεται με την ηλικία έως την 8η δεκαετία μεταξύ ανδρών και γυναικών. Επιπλέον, ο ΣΔΤ2 έχει αποδειχθεί ότι έχει ισχυρή γενετική βάση, με την κληρονομικότητα να επηρεάζεται περισσότερο από το μητρικό περιβάλλον.

Ο ΣΔΤ2 είναι εξαιρετικά συχνός στα μονοζυγωτικά δίδυμα και τα παιδιά γονέων με ΣΔΤ2 διατρέχουν κίνδυνο 40% να αναπτύξουν τη νόσο. Η εθνικότητα παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην αύξηση του κινδύνου ανάπτυξης του ΣΔΤ2, με ορισμένες εθνότητες να είναι πιο επιρρεπείς στη νόσο, πιθανότατα λόγω γενετικής βάσης. Οι Ισπανόφωνοι έχουν αυξημένο επιπολασμό της νόσου κατά 1,9 φορές σε σύγκριση με τους Καυκάσιους. Άλλες ομάδες που παρουσιάζουν ευαισθησία είναι οι πληθυσμοί της Αφρο-Καραϊβικής και οι Ινδιάνοι της Ασίας.

Ένας άλλος παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη της νόσου είναι η παρουσία του διαβήτη κύησης, ο οποίος ορίζεται ως ο οποιοσδήποτε βαθμός διαταραγμένης ανοχής στη γλυκόζη με έναρξη ή η πρώτη διάγνωση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Επηρεάζει περίπου το 3-5% όλων των κυήσεων και οι γυναίκες με διαβήτη κύησης στο ιστορικό τους έχουν 7,5 φορές αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη του ΣΔΤ2. Οι γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (Polycystic Ovary Syndrome, PCOS) αποτελούν το 10% των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία και οι περισσότερες από αυτές χαρακτηρίζονται από αντίσταση στην ινσουλίνη και μειωμένη λειτουργία των β-κυττάρων όπως αποδεικνύεται από ελέγχους που έγιναν συγκριτικά με την ηλικία και τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) (10).

Περίπου το 30% των γυναικών με PCOS έχουν IGT και εμφανίζουν επιταχυνόμενη εξέλιξη σε ΣΔΤ2, ενώ το 10% έχει ήδη διαγνωστεί με ΣΔΤ2. Όσον αφορά τους μεταβλητούς παράγοντες κινδύνου, οι πιο σημαντικοί είναι το υπέρβαρο και η παχυσαρκία (ΔΜΣ≥25 kg/m2). Υπολογίζεται ότι το 90% των ασθενών με ΣΔΤ2 είναι παχύσαρκοι, ωστόσο μόνο το 20-25% των παχύσαρκων ατόμων αναπτύσσει ΣΔΤ2.

Πιο σημαντικός παράγοντας φαίνεται ότι είναι η κατανομή της παχυσαρκίας, με την κεντρική παχυσαρκία να συνδέεται στενά με την αντίσταση στην ινσουλίνη, τον ΣΔΤ2 και τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Η περίμετρος της μέσης παρέχει ένα μέτρο για την κεντρική παχυσαρκία με τα φυσιολογικά όρια να μεταβάλλονται ανάλογα με την εθνικότητα.

Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να αναφερθούμε στο μεταβολικό σύνδρομο, ως σημαντικό παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακά συμβάματα, τον ΣΔΤ2 καθώς και τη συνολική θνησιμότητα από κάθε αιτία. Η παχυσαρκία είναι αποτέλεσμα της αυξημένης πρόσληψης τροφής και της μειωμένης σωματικής δραστηριότητας καθώς επίσης και η γενετική προδιάθεση μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο.

Όσον αφορά τη διατροφή, τα τρόφιμα πλούσια σε κορεσμένα λιπαρά, το κόκκινο και επεξεργασμένο κρέας, καθώς και τα ποτά με προσθήκη ζάχαρης συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο διαβήτη, ενώ η υψηλή πρόσληψη λαχανικών, καφέ και τροφών πλούσιων σε φυτικές ίνες μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη και σχετίζεται με βελτιωμένο γλυκαιμικό έλεγχο σε ασθενείς με διαγνωσμένο ΣΔΤ2. Επιπλέον, οι δίαιτες που χαρακτηρίζονται από υψηλό γλυκαιμικό δείκτη ή υψηλά γλυκαιμικά φορτία σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για ΣΔΤ2.

Τα υψηλότερα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας σχετίζονται με χαμηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης του ΣΔΤ2. Ένα πρόγραμμα που αποτελείται από αυξημένη φυσική δραστηριότητα και μέτρια απώλεια βάρους θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο ανάπτυξης του ΣΔΤ2 κατά 58%. Η επίδραση της άσκησης στη μείωση του κινδύνου ανάπτυξης διαβήτη εξηγείται από τις ευεργετικές οξείες και χρόνιες επιπτώσεις της στη δράση της ινσουλίνης και την ευαισθησία των σκελετικών μυών στην ινσουλίνη και μπορεί να επιτευχθεί είτε με αερόβιες προπονήσεις είτε με προπονήσεις με αντιστάσεις.

Η αυξημένη σωματική δραστηριότητα επιδρά επιπρόσθετα στα κυκλοφορούντα λιπίδια, την αρτηριακή πίεση και τη θνησιμότητα . Η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος (Non-Alcocholic Fatty Liver Disease, NAFLD) συνδέεται επίσης στενά με την παχυσαρκία και αποτελεί παράγοντα κινδύνου για το μεταβολικό σύνδρομο, την καρδιαγγειακή νόσο, τον ΣΔΤ2 και τις επιπλοκές του. Η IFG (impaired glucose tolerance, διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας) και η IGT (impaired glucose tolerance, διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη) είναι πρώιμες ανωμαλίες, που συχνά αναφέρονται ως προδιαβήτης και αποτελούν έναν επιπλέον παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη του ΣΔΤ2.

Αυτές οι κλινικές οντότητες εκτιμάται ότι συνδέονται με ετήσιο ποσοστό μετατροπής 5-10% σε ΣΔΤ2. Οι παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής και η θεραπεία με μετφορμίνη έχει αποδειχθεί ότι εμποδίζουν την ανάπτυξη του ΣΔΤ2 σε άτομα με μία ή και τις δύο οντότητες, με την παρέμβαση στον τρόπο ζωής που περιλαμβάνει απώλεια βάρους και 150 λεπτά σωματικής άσκησης την εβδομάδα να είναι πιο αποτελεσματική από τη θεραπεία με μετφορμίνη (μείωση κινδύνου 58% έναντι 31%, αντίστοιχα).

Επιπλέον, τα πρόωρα βρέφη με χαμηλό σωματικό βάρος κατά τη γέννηση τους έχουν συσχετιστεί με μειωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη και κίνδυνο για ΣΔΤ2 αργότερα στη ζωή τους. Ένας ακόμη τροποποιήσιμος παράγοντας κινδύνου για το ΣΔΤ2 είναι η θεραπεία με φάρμακα, όπως γλυκοκορτικοειδή, αντιυπερτασικά (β-αναστολείς, θειαζιδικά διουρητικά), ανοσοκατασταλτικά, άτυπες αντιψυχωσικές ουσίες και φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη μόλυνση από τον HIV. Τέλος, το ψυχοκοινωνικό στρες και η κατάθλιψη συνδέονται επίσης με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης του ΣΔΤ2 έως και 37%. Σημαντικό είναι τελικά όσο γίνεται να αποτρέψουμε ή να διορθώσουμε τους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου και εάν βρισκόμαστε σε ομάδα μη τροποποιήσιμου παράγοντα (πχ έχουμε γενετικό υπόβαθρο) να ελεγχόμαστε συχνά ώστε να διαγνωστεί έγκαιρα η νόσος, αλλά και να προσέχουμε ώστε να μην αναπτύξουμε άλλους παράγοντες κινδύνου.