Ζήσης Ψάλλας
Ποιες πηγές φυτικών ινών είναι καλύτερες για το εντερικό μικροβίωμα; Ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, στο St. Louis, μαζί με διεθνείς συνεργάτες, θέλησαν να απαντήσουν σε αυτήν την ερώτηση και βρήκαν ότι δεν είναι όλες οι φυτικές ίνες “ίσες”.
Για να ελέγξουν πώς οι διάφορες πηγές ινών επηρεάζουν την αφθονία των βακτηρίων του εντέρου, οι ερευνητές του στράφηκαν στα ποντίκια. Σε μια εκπληκτική ανακάλυψη, οι επιστήμονες βρήκαν ότι τα βακτήρια του εντέρου μπορούν να αυξήσουν το επίπεδο του αλκοόλ στο αίματος ενός ατόμου, ακόμα και αν δεν έχει καταναλώσει αλκοολούχο ποτό.
Τα ζώα στη μελέτη αναπτύχθηκαν υπό στείρες συνθήκες, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είχαν δικά τους μικρόβιο στα έντερα. Αντ’ αυτού, έλαβαν το καθένα ένα κοκτέιλ 20 στελεχών του κοινού βακτηριδίου Bacteroides, το οποίο η ερευνητική ομάδα είχε απομονώσει από ανθρώπινο έντερο. Κάθε ποντικός ακολούθησε μια συγκεκριμένη διατροφή για 4 εβδομάδες, αποτελούμενη από μια βασική διατροφή με προστιθέμενες φυτικές ίνες.
Η βασική διατροφή περιείχε μεγάλες ποσότητες κορεσμένων λιπών και μικρές ποσότητες φρούτων και λαχανικών. Η ομάδα τη χρησιμοποίησε ως πρότυπο μιας δυτικής διατροφής, η οποία είναι συνήθως υψηλή σε λίπη και χαμηλή σε φυτικές ίνες. Σε κάθε βασική δίαιτα, προστέθηκαν διαφορετικοί τύποι φυτικών ινών.
Οι ερευνητές εξέτασαν 34 διαφορετικές πηγές φυτικών ινών, όπως πρωτεΐνες μπιζελιού, φλούδα εσπεριδοειδών, πηκτίνη εσπεριδοειδών, φλούδα ντομάτας, ίνες πορτοκαλιού, ίνες μήλου, ίνες κελύφους βρώμης, κακάο, σπόρους τσία (chia) και πίτουρο ρυζιού. Συνολικά, υπήρξαν 144 διαφορετικοί συνδυασμοί διατροφής. Στη συνέχεια ανέλυσαν πώς τα 20 διαφορετικά βακτηριακά στελέχη αντιδρούσαν στην παρουσία των διαφόρων πηγών ινών.
Συνολικά, 21 από τους συνδυασμούς είχαν σημαντικές επιπτώσεις, επιτρέποντας στους ερευνητές να αναγνωρίσουν “διακριτές δυνατότητες πρόσληψης θρεπτικών συστατικών”, όπως έγραψαν στη μελέτη τους.
Συγκεκριμένα, η αφθονία του Β. Thetaiotaomicron αυξήθηκε με την παρουσία πηκτίνης, εσπεριδοειδών και ινών μπιζελιών, ενώ τα επίπεδα του Β. Ovatus αυξήθηκαν με την παρουσία βήτα-γλυκάνης, κριθαριού και πίτουρου κριθαριού. Άλλες ίνες που οδήγησαν σε αύξηση στελεχών του Bacteroides ήταν η ινουλίνη υψηλού μοριακού βάρους, η ανθεκτική μαλτοδεξτρίνη και το ψύλλιο.
Προχωρώντας βαθύτερα, η ομάδα αναγνώρισε τους βιοενεργούς υδατάνθρακες στα παρασκευάσματα των φυτικών ινών που παρείχαν τις προτιμώμενες πηγές τροφής για τα διάφορα στελέχη. Η ερευνητική ομάδα εξέτασε επίσης τον τρόπο με τον οποίο μερικά από τα στελέχη Bacteroides αλληλεπιδρούν μεταξύ τους υπό την παρουσία διαφορετικών πηγές ινών.
Πηγή: Targeted Manipulation of Human Gut Bacteria by Fiber-Derived Glycans. Cell, 2019; 179 (1): 59 DOI: 10.1016/j.cell.2019.08.011.