Θάνος Ξυδόπουλος
Η υπερθέρμανση του πλανήτη μπορεί να μειώσει τη διαθεσιμότητα του εικοσιδυεξενοϊκού οξέος (DHA: Docosahexaenoic acid) του πιο άφθονου λιπαρού οξέος που βρίσκεται στους εγκεφάλους των θηλαστικών.
To DHA έχει καθοριστικό ρόλο σε διαδικασίες όπως η νευροπροστασία, η επιβίωση των κυττάρων και η φλεγμονή. Παρότι απαιτείται για την νευρική ανάπτυξη και υγεία, οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να παράγουν αρκετό DHA από άλλα μόρια. Μπορούμε να λάβουμε αυτό το θρεπτικό συστατικό μέσω μιας διατροφής πλούσιας σε ψάρια και θαλασσινά ή με λήψη συμπληρωμάτων.
Καναδοί ερευνητές ανέπτυξαν ένα μαθηματικό μοντέλο για τη διερεύνηση της πιθανής μείωσης του διαθέσιμου DHA με διάφορα σενάρια για την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Στην υδρόφιλη τροφική αλυσίδα, το DHA παράγεται κυρίως από φύκια και οι βιοχημικές αντιδράσεις που ενέχονται στη διαδικασία είναι ευαίσθητες σε μικρές μεταβολές της θερμοκρασίας.
Οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι εάν η υπερθέρμανση του πλανήτη συνεχίσει αμείωτα, οι μειώσεις στην παραγωγή DHA σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθυσμού θα μπορούσαν να οδηγήσουν το 96% του παγκόσμιου πληθυσμού να μην έχει επαρκή πρόσβαση στο DHA από την εγχώρια παραγωγή ιχθύων.
Οι άνθρωποι που ζουν σε χώρες με μεγάλη παραγωγή ιχθύων και σχετικά χαμηλό πληθυσμό, όπως η Γροιλανδία, η Νορβηγία, η Χιλή και η Νέα Ζηλανδία θα εξακολουθήσουν να καταναλώνουν τη συνιστώμενη δόση των 100 mg ημερησίως. Αντιθέτως, σε μεγαλύτερες χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας (όπως Κίνα, Ιαπωνία και Ινδονησία) μαζί με τις περισσότερες από τις χώρες της Αφρικής η κατανάλωση θα μπορούσε να πέσει κάτω το όριο για τη συνιστώμενη δόση έως το 2100.
Οι ερευνητές είπαν ότι σύμφωνα με το μοντέλο τους, η υπερθέρμανση του πλανήτη θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια 10 – 58% παγκοσμίως του διαθέσιμου DHA τα επόμενα 80 χρόνια.
Οι συγγραφείς είπαν ότι οι ζώνες αλιείας γλυκού νερού παρουσιάζουν μεγαλύτερη μείωση του DHA από τις θαλάσσιες ζώνες, λόγω των μεγαλύτερων προβλεπόμενων αυξήσεων θερμοκρασίας στα γλυκά ύδατα από τους ωκεανούς. Αυτό θα έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στους πληθυσμούς σε ορισμένες περιοχές του κόσμου, ιδιαίτερα στην εσωτερική Αφρική.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ambio.