Ζήσης Ψάλλας
Η μεσογειακή δίαιτα μπορεί να δράσει στα βακτήρια του εντέρου με τέτοιο τρόπο ώστε να περιοριστεί η σωματική ευθραυστότητα και η γνωσιακή συρρίκνωση στους ηλικιωμένους.
Οι ερευνητές, ανέλυσαν το μικροβίωμα του εντέρου σε 612 άτομα ηλικίας 65 έως 79 ετών πριν και μετά από 12 μήνες, είτε με τη τυπική διατροφή τους (289 άτομα) είτε με τη μεσογειακή διατροφή (323 άτομα) η οποία είναι πλούσια σε φρούτα, λαχανικά, ξηρούς καρπούς, ελαιόλαδο και ψάρια και χαμηλή σε κόκκινο κρέας.
Οι συμμετέχοντες, οι οποίοι ήταν αδύναμοι (28), στα πρόθυρα αδυναμίας (151) ή δεν ήταν ευάλωτοι (433) στην αρχή της μελέτης, ζούσαν σε πέντε διαφορετικές χώρες: Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Πολωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
H μεσογειακή διατροφή αναχαίτισε την απώλεια της βακτηριακής ποικιλότητας. Παρατηρήθηκε αύξηση στους τύπους βακτηρίων που σε άλλες μελέτες έχουν συνδεθεί με αδυναμία, όπως η ταχύτητα περπατήματος, η δύναμη του σφιξίματος του χεριού, και η βελτιωμένη λειτουργία του εγκεφάλου, όπως η μνήμη.
Λεπτομερέστερη ανάλυση αποκάλυψε ότι οι μεταβολές μικροβίων συνδέθηκαν με αύξηση των βακτηρίων που είναι γνωστό ότι παράγουν τα ωφέλιμα λιπαρά οξέα βραχείας αλυσίδας.
Οι αλλαγές προήλθαν σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση των φυτικών ινών και των συναφών βιταμινών (C, B6, B9) καθώς και των ανόργανων ουσιών (χαλκού, καλίου, σιδήρου, μαγγανίου και μαγνησίου). Τα ευρήματα ήταν ανεξάρτητα από την ηλικία ή το σωματικό βάρος (δείκτης μάζας σώματος), δύο παράγοντες που επηρεάζουν τη σύνθεση του μικροβιώματος.
Η αλληλεπίδραση της διατροφής, του μικροβιώματος και της υγείας είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο που επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, είπαν οι ερευνητές. Ενώ τα αποτελέσματα της μελέτης ρίχνουν φως σε αυτή την αλληλεπίδραση, διάφοροι παράγοντες όπως η ηλικία, ο δείκτης μάζας σώματος, η κατάσταση της υγείας και τα αρχικά πρότυπα διατροφής μπορεί να διαδραματίζουν βασικό ρόλο στον προσδιορισμό και στην έκταση της αλληλεπίδρασης.
Η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Gut.