Θάνος Ξυδόπουλος
Ένας μεταβολίτης σχετικός με το μικροβίωμα που είναι γνωστός ως Ν-οξείδιο της τριμεθυλαμίνης (ΤΜΑΟ) παράγεται όταν τα βακτήρια του εντέρου αφομοιώνουν ορισμένα θρεπτικά συστατικά που συνήθως απαντώνται σε ζωικά προϊόντα όπως το κόκκινο κρέας.
Οι συγγραφείς της παρούσας έρευνας εξέτασαν 760 γυναίκες από τη Nurses’ Health Study, έναν τύπο προοπτικής μελέτης πάνω σε περίπου 120.000 νοσοκόμες ηλικίας 30 έως 55 ετών. Οι γυναίκες κλήθηκαν να αναφέρουν δεδομένα σχετικά με τα διατροφικά τους πρότυπα, το κάπνισμα, τη σωματική άσκηση και άλλα δημογραφικά στοιχεία, καθώς και να δώσουν δύο δείγματα αίματος, που ελήφθησαν στο κλινικό κέντρο του Cleveland, σε διάρκεια 10 ετών.
Οι ερευνητές μέτρησαν τις συγκεντρώσεις TMAO στο αίμα και στα δύο δείγματα. Υπήρχαν 380 κρούσματα καρδιοπάθειας σε ένα διάστημα 14 ετών. Άλλες 380 γυναίκες που είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά επιλέχθηκαν από τους ερευνητές και συμπεριλήφθηκαν στην ανάλυση για σύγκριση.
Ο κίνδυνος για καρδιοπάθεια υπολογίστηκε με μεταβολές των επιπέδων TMAO στο σώμα καθόλη τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης. Η αξιολόγηση των επιπέδων TMAO εξαρτάται από τη διατροφή και το μικροβίωμα. Οι γυναίκες που ανέπτυξαν καρδιοπάθεια είχαν υψηλότερες συγκεντρώσεις TMAO, υψηλότερο ΔΜΣ, οικογενειακό ιστορικό καρδιακής προσβολής και δεν ακολουθούσαν υγιεινή διατροφή. Οι γυναίκες με τη μεγαλύτερη αύξηση των επιπέδων TMAO κατά τη διάρκεια της μελέτης είχαν 67% υψηλότερο κίνδυνο καρδιοπάθειας.
Δεν υπάρχει προηγούμενη προοπτική μελέτη που να εξετάζει αν οι μακροπρόθεσμες αλλαγές στο TMAO σχετίζονται με την καρδιοπάθεια και εάν οι διαιτητικές προσλήψεις μπορούν να τροποποιήσουν αυτές τις ενώσεις. Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι η μείωση των επιπέδων TMAO μπορεί να συμβάλει στη μείωση του κινδύνου καρδιοπάθειας και υποδηλώνει ότι το μικροβίωμα μπορεί να είναι ένας νέος τομέας εξερεύνησης στην πρόληψη των καρδιακών παθήσεων.
Οι συγγραφείς της μελέτης δεν διαπίστωσαν διαφορές στα επίπεδα TMAO μεταξύ των δύο ομάδων κατά την πρώτη συλλογή δειγμάτων αίματος. Τα επίπεδα TMAO που εξετάστηκαν στη δεύτερη συλλογή δειγμάτων αίματος που ελήφθησαν 10 χρόνια αργότερα ήταν σημαντικά υψηλότερα στις γυναίκες που ανάπτυξαν καρδιοπάθεια.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο Journal of the American College of Cardiology.