Ζήσης Ψάλλας

Οι βασικοί άξονες των περισσότερων διατροφικών σχημάτων των τελευταίων 30 ετών ήταν η αξιολόγησης του γλυκαιμικού δείκτη του γλυκαιμικού φορτίου. Ο γλυκαιμικός δείκτης άλλαξε τον τρόπο που σκέφτονταν οι ειδικοί για τους υδατάνθρακες. Μια λεπτομερής μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό στο Cell προσφέρει νέα στοιχεία.

Η θεωρία του γλυκαιμικού δείκτη λέει ότι υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τύποι υδατανθράκων και μπορούν να ταξινομηθούν ανάλογα με το πόσο γρήγορα το σώμα τους μετατρέπει σε γλυκόζη. Η αύξηση του σακχάρου στο αίμα πυροδοτεί επίσης αύξηση της ινσουλίνης και ο συνδυασμός αυτών των συμβάντων, εάν διατηρηθεί με την πάροδο του χρόνου, πιστεύεται ότι οδηγεί σε ανθυγιεινές μεταβολικές αλλαγές και τελικά σε παχυσαρκία και διαβήτη.

Όμως, ενώ οι μελέτες σε διαβητικά άτομα επιβεβαίωσαν κάποιο πλεονέκτημα μιας δίαιτας χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη, στα υγιή άτομα ήταν μια διαφορετική ιστορία.

Αυτό που βρήκε μια μελέτη που έγινε από μια ισραηλινή ομάδα με επικεφαλής τον Eran Segal, ήταν ότι μελετώντας προσεκτικά 800 εθελοντές που κρατούσαν προσεκτικά ημερολόγια τροφίμων και είχαν φορητές συσκευές που παρακολουθούσαν συνεχώς τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, προέκυψε ένα εκπληκτικό μοτίβο ποικιλομορφίας. Τα άτομα που έτρωγαν τα ίδια τρόφιμα είχαν πολύ διαφορετικές αποκρίσεις γλυκόζης. Κάποια από αυτά οφείλονταν στις υπάρχουσες διαφορές βάρους και ηλικίας στα άτομα της μελέτης αλλά οι διαφορές παρέμειναν, κάτι που δεν μπορούσε να εξηγηθεί. Τότε οι ερευνητές εξέτασαν τα χιλιάδες είδη μικροβίων που έχουμε μέσα μας και φτάνουν σε συνολικό αριθμό τα 100 τρισεκατομμύρια βακτήρια -ζουν κυρίως στο παχύ έντερο και υπερτερούν των κυττάρων μας κατά δέκα φορές.

Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι το εξαιρετικά μεταβλητό μικροβιακό προφίλ στα έντερα των εθελοντών καθόριζε πόσο γρήγορα διασπάστηκε το φαγητό και τον ρυθμό με τον οποίο εμφανιζόταν η γλυκόζη στο αίμα. Αυτό ήταν πολύ ισχυρότερο αποτέλεσμα από τον τύπο των υδατανθράκων που καταναλώνονταν. 

Αυτά τα αποτελέσματα αλλάζουν πολλά για το τι πιστεύαμε για τη διατροφή. Μπορούμε τώρα να περάσουμε από την ξεπερασμένη εμμονή μας με τον ανακριβή μέτρηση θερμίδων και τις βαθμολογίες του γλυκαιμικού δείκτη των τροφών για να εξετάσουμε πώς αλληλεπιδρούν οι τροφές με τα μικρόβια μας. Θα πρέπει να επικεντρωθούμε στον τύπο και την περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες και να αξιολογήσουμε την ικανότητά τους να δρουν ως “λίπασμα” για τα ευεργετικά μικρόβιά μας μέσω χημικών ουσιών που ονομάζονται πολυφαινόλες.