Θάνος Ξυδόπουλος
Νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ βρήκε ότι η μετάβαση σε μια διατροφή με πολλές θερμίδες, μετά από μια δίαιτα λίγων θερμίδων, μπορεί τελικά να μειώσει το προσδόκιμο ζωής και να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία.
Είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι ο περιορισμός της πρόσληψης τροφής μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια ζωής, ωστόσο οι ερευνητές δίνουν τώρα δώσει νέα στοιχεία για αυτό το θέμα, καθώς και για το πώς οι δίαιτες θα μπορούσαν να ωφελήσουν από την πλευράς επιβράδυνσης της γήρανσης και άρα της εμφάνισης ασθενειών που σχετίζονται με την ηλικία.
Οι ειδικοί, από το Healthy Lifespan Institute στο Πανεπιστήμιο Sheffield, στη Βρετανία και στο Πανεπιστήμιο Brown στις ΗΠΑ, εξέτασαν την υπάρχουσα θεωρία ότι ο διαιτητικός περιορισμός -η μείωση της πρόσληψης θερμίδων χωρίς υποσιτισμό σε άλλα θρεπτικά συστατικά- ενεργοποιεί μια στρατηγική επιβίωσης στα ζώα. Η θεωρία λέει ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα ζώα και οι άνθρωποι επενδύουν στη συντήρηση και επισκευή του σώματος σε περιόδους χαμηλής διαθεσιμότητας τροφίμων, μέχρι η διαθεσιμότητα των τροφίμων θα αυξηθεί και πάλι.
Ωστόσο, τα νέα ευρήματα αμφισβήτησαν αυτή τη θεωρία. Οι μύγες φρούτων (Drosophilia melanogaster) που τρέφονται με λίγες θερμίδες και στη συνέχεια επιστρέφουν σε μια πλούσια διατροφή έχουν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν πρόωρα και να γεννούν λιγότερα αυγά σε σύγκριση με τις μύγες που πέρασαν όλη τους τη ζωή με μια πλούσια σε θερμίδες διατροφή. Αυτό δείχνει ότι αντί να περιμένουν να αυξηθεί η διαθεσιμότητα τροφής στο μέλλον, οι μύγες ουσιαστικά περιμένουν να πεθάνουν σε μια περιορισμένη διατροφή.
Οι ερευνητές λένε ότι ο περιορισμός των θερμίδων, αντί να αυξάνει τους μηχανισμούς επισκευής και συντήρησης, θα μπορούσε στην πραγματικότητα να είναι μια διαφυγή από τις επιζήμιες επιπτώσεις μιας πλούσιας διατροφής. Αυτή η νέα ερμηνεία μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε γιατί και πώς η δίαιτα μπορεί να έχει τόσο σημαντικά αποτελέσματα στην υγεία.
Τα ευρήματα δείχνουν επίσης ότι η αλλαγή της διατροφής επανειλημμένα ή ξαφνικά μπορεί να είναι επιβλαβής για την υγεία σε ορισμένες περιπτώσεις.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science Advances.