Θάνος Ξυδόπουλος

Μια έρευνα υποδηλώνει ότι τα μπλε μήκη κύματος που παράγονται από διόδους εκπομπής φωτός μπορεί να βλάπτουν τα κύτταρα του εγκεφάλου και του αμφιβληστροειδούς.

Η μελέτη αφορούσε έναν ευρέως χρησιμοποιούμενο οργανισμό, τον Drosophila melanogaster, μια φρουτόμυγα που μοιράζεται κοινούς κυτταρικούς μηχανισμούς με άλλα ζώα και τον άνθρωπο.

Οι φρουτόμυγες που υποβλήθηκαν σε καθημερινούς κύκλους 12 ωρών στο μπλε φως και 12 ώρες στο σκοτάδι είχαν μικρότερες ζωές σε σύγκριση με τις μύγες που διατηρήθηκαν σε απόλυτο σκοτάδι ή με εκείνες που διατηρήθηκαν στο φως με το μπλε μήκος κύματος φιλτραρισμένο. Οι μύγες που εκτέθηκαν σε μπλε φως έδειξαν βλάβη στα κύτταρα του αμφιβληστροειδούς και στους εγκεφαλικούς νευρώνες και είχαν μειωμένη μετακίνηση.

Μερικές από τις μύγες στο πείραμα είχαν μεταλλάξεις που τις κάνουν να μην αναπτύσσουν μάτια. Ακόμη και οι μύγες χωρίς μάτια έδειξαν βλάβες στον εγκέφαλο και επηρεάστηκαν οι μετακινήσεις τους. Αυτό υποδηλώνει ότι οι μύγες δεν χρειαζόταν να βλέπουν το μπλε φως για να υποστούν βλάβη. 

Ήταν πολύ ξεκάθαρο ότι, αν και το φως χωρίς μπλε μήκος κύματος συντόμευσε ελαφρά τη διάρκεια ζωής τους, μόνο το μπλε φως συντόμευσε δραματικά το χρόνο.

Το φυσικό φως είναι ζωτικής σημασίας για τον κιρκαδικό ρυθμό του σώματος. Πρόκειται για τον 24ωρο κύκλο των φυσιολογικών διεργασιών όπως η δραστηριότητα του εγκεφαλικού κύματος, η παραγωγή ορμονών και η αναγέννηση των κυττάρων που, μεταξύ άλλων, ρυθμίζουν το πότε θέλουμε να κοιμηθούμε ή ακόμη και να φάμε. 

Υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η αυξημένη έκθεση στο τεχνητό φως προκαλεί διαταραχές στον ύπνο μας και στο κιρκαδικό σύστημα. 

Η διάρκεια ζωής του ανθρώπου αυξήθηκε δραματικά τον περασμένο αιώνα, καθώς βρέθηκαν τρόποι για τη θεραπεία ασθενειών και ταυτόχρονα η χρήση του τεχνητού φωτός αυξήθηκε. Καθώς η επιστήμη αναζητά τρόπους να βοηθήσει τους ανθρώπους να είναι πιο υγιείς και να ζουν περισσότερο, ο σχεδιασμός ενός υγιέστερου φάσματος φωτός μπορεί να είναι μια καλή επιλογή, όχι μόνο όσον αφορά τον ύπνο αλλά και την υγεία γενικότερα.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Aging and Mechanisms of Disease.