Επιμέλεια:Ζήσης Ψάλλας
Οι δίαιτες με λίγες θερμίδες έχουν αποδειχθεί ότι αυξάνουν τη διάρκεια ζωής και την υγεία σε πολλά είδη, από μικρά έντομα μέχρι πιθήκους -με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει υποσιτισμός.
Και ενώ δεν υπάρχουν μακροπρόθεσμες μελέτες που να αποδεικνύουν τα οφέλη του περιορισμού των θερμίδων στον άνθρωπο, οι βραχυπρόθεσμες μελέτες δείχνουν ότι υπάρχει βελτίωση στην υγεία. Πώς μπορεί αυτό να λειτουργεί;
Τα σώματά μας παρακολουθούν και αντιλαμβάνονται την ποσότητα θρεπτικών ουσιών που διατίθενται μέσω συγκεκριμένων μορίων στα κύτταρα μας. Ανάλογα με την ποσότητα της τροφής που τρώμε, αυτά τα μόρια τροποποιούν τον μεταβολισμό μας για τη ρύθμιση του τρόπου που χρησιμοποιούμε τα διαθέσιμα θρεπτικά συστατικά. Ένα από αυτά τα μόρια είναι το ένζυμο που ονομάζεται TOR.
Πολλά πειράματα έχουν δείξει πως όταν τα ζώα τρώνε πολλά τρόφιμα, ειδικά για παρατεταμένες περιόδους, η επίδραση του TOR είναι να γίνεται η διάρκεια ζωής μικρότερη.
Το ένζυμο ενεργοποιείται ειδικά όταν τα κύτταρα αντιλαμβάνονται μεγάλες ποσότητες αμινοξέων (τα δομικά στοιχεία πρωτεΐνης). Μια δίαιτα με περιορισμένη πρωτεΐνη, χωρίς υποσιτισμό, μπορεί να έχει τα ίδια αποτελέσματα στον μεταβολισμό και τη διάρκεια ζωής των εργαστηριακών ζώων με τη δίαιτα που μειώνει δραστικά τις θερμίδες.
Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι το TOR σχετίζεται επίσης με νευροεκφυλιστικές νόσους. Για παράδειγμα, η δραστηριότητα του TOR στους εγκεφάλους των ατόμων με Αλτσχάιμερ είναι πολύ υψηλότερη σε σύγκριση με τους υγιείς εγκεφάλους.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αλλάξουμε τη διατροφή μας και την πρόσληψη πρωτεϊνών; Τι γίνεται με άλλα θρεπτικά συστατικά όπως τα σάκχαρα;
Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Πολλά άλλα μόρια μέσα στο σώμα μας εμπλέκονται στην ανίχνευση θρεπτικών συστατικών, συμπεριλαμβανομένων των υδατανθράκων, που επηρεάζουν τη μακροζωία και τις σχετιζόμενες με την ηλικία ασθένειες.
Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή. Πρώτον, ο καθένας έχει διαφορετικές ανάγκες σε θρεπτικά συστατικά ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο και την ηλικία, το φύλο ή τα επίπεδα δραστηριότητάς του.
Επίσης, απαιτούνται μελέτες μεγάλου πληθυσμού που μπορούν να καταγράψουν συγκεκριμένες διατροφικές συνήθειες, συμπεριλαμβανομένων των προσλήψεων πρωτεϊνών, λιπών και υδατανθράκων, με παράλληλες αναλύσεις των σχετικών δεικτών υγείας ή μοριακών δεικτών. Τέτοιες μελέτες χρειάζονται δεκαετίες για τη δημιουργία ισχυρών δεδομένων και έγκυρων συμπερασμάτων.