Σε παταγώδη αποτυχία κατέληξε η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Κλίμα που διεξήχθη στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, διαψεύδοντας τις προσδοκίες όσων ευελπιστούσαν ότι 20 χρόνια μετά την πρώτη φιλόδοξη διακήρυξη για την κλιματική αλλαγή, που υπεγράφη στην ίδια πόλη το 1992, θα άρχιζαν, επιτέλους, να εφαρμόζονται ουσιαστικά μέτρα αντιμετώπισης του φαινομένου σε παγκόσμιο επίπεδο. Στη διάσκεψη, που διήρκεσε από τις 20 έως τις 22 Ιουνίου, συμμετείχαν περισσότεροι από 40.000 σύνεδροι και εκπρόσωποι από 195 χώρες, μεταξύ αυτών αρχηγοί κρατών, πολιτικοί, αξιωματούχοι του ΟΗΕ και εκπρόσωποι της Κοινωνίας των Πολιτών.

Όπως συνέβη στην Κοπεγχάγη το 2009 και σε όλες τις άλλες συναντήσεις έκτοτε, οι σύνεδροι απέτυχαν να συμφωνήσουν στην εφαρμογή δεσμευτικών μέτρων ή έστω στην υπογραφή Πρωτοκόλλων (όπως αυτό του Κιότο του 1998) που θα συνεπάγονταν τη λήψη δράσης για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και την προώθηση των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης. Κι ενώ οι περιβαλλοντικές οργανώσεις ευελπιστούσαν σε λύσεις και συγκεκριμένες διακηρύξεις για την αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, της αποδάσωσης αλλά και της ενίσχυσης της λεγόμενης αειφορίας, το τελικό κείμενο που υπογράφηκε με τίτλο «Το μέλλον που θέλουμε» δεν περιλαμβάνει τίποτα σχεδόν περισσότερο εκτός από την «επανεπιβεβαίωση» -μια λέξη που χρησιμοποιείται 59 φορές στο τελικό κείμενο των 49 σελίδων (διαβάστε το εδώ)- των βασικών αρχών που είχαν τεθεί το 1992, αλλά από ουσία και πράξεις… ελάχιστα πράγματα.

Στο κείμενο αναγνωρίζεται (ξανά…) η κοινωνική ανάπτυξη και η προστασία του περιβάλλοντος ως βασικοί πυλώνες της αειφορίας και οι κυβερνήσεις υπόσχονται να αναζητήσουν μια νέα μέθοδο υπολογισμού της οικονομικής προόδου, που θα λαμβάνει υπ’ όψιν τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνιστώσες, ενώ «δεσμεύονται» να συνεργαστούν, ώστε η παγκόσμια κατανάλωση να μην υπερβαίνει τη φέρουσα δυνατότητα του πλανήτη. Κι ενώ παραδέχονται ότι απαιτούνται «επείγοντα μέτρα» για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της ανάσχεσης της μη βιώσιμης ανάπτυξης, δεν ορίζονται καν ούτε θεωρητικά τα μέτρα αυτά ούτε δίνονται κάποια χρονοδιαγράμματα για την επίτευξή τους. Στην ουσία το κείμενο αποτελεί εισαγωγή για τον καθορισμό των «Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης», οι οποίοι θα αντικαταστήσουν τους λεγόμενους «Αναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας» που είχε θέσει ο ΟΗΕ για το 2015.

Ο υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής της υπηρεσιακής κυβέρνησης και πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου, Γρηγόρης Τσάλτας, δίνει το στίγμα του αποτελέσματος της διάσκεψης και δηλώνει… απογοητευμένος για την αδυναμία της διεθνούς κοινότητας να αντιμετωπίσει το τεράστιο περιβαλλοντικό πρόβλημα της εποχής μας, αφού οι ισχυρές χώρες αντιλαμβάνονται την «πράσινη ανάπτυξη» ως έναν νέο τρόπο αύξησης της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών τους. «Θα περάσει αρκετός καιρός ακόμη, μέχρι να… χαμογελάσουμε όπως στο πρώτο Ρίο του 1992» τονίζει χαρακτηριστικά…

Ακούστε τι δήλωσε στη zougla.gr

Είναι σαφές ότι η διάσκεψη δεν ξέφυγε από ευχολόγια και ανάδειξη θεωρητικών, πάντα, πλαισίων αλλαγής της λειτουργίας των οικονομιών και των κοινωνιών, προς μια πιο φιλική προς το περιβάλλον κατεύθυνση, χωρίς κανείς να δεσμεύεται για τίποτα. Αντιθέτως, αναδείχθηκε ακόμα περισσότερο το χάσμα, οικονομικό και ιδεολογικό, μεταξύ Βορρά και Νότου, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι τις ίδιες ημέρες εκπρόσωποι αυτοχθόνων πληθυσμών διοργάνωσαν «αντι-σύνοδο» στο Ρίο και εξέδωσαν διακήρυξη με την οποία χαρακτηρίζουν την «πράσινη οικονομία» ως «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και της Γης».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις του προέδρου της Βολιβίας Έβο Μοράλες, χαρακτηρίζοντας την «πράσινη οικονομία» ως τη «νέα μορφή αποικιοκρατίας». «Οι χώρες του πλούσιου Βορρά», τόνισε, «θέλουν να δημιουργήσουν μηχανισμούς παρέμβασης, προκειμένου να παρακολουθούν και να εκτιμούν τις εθνικές πολιτικές χρησιμοποιώντας τις περιβαλλοντικές ανησυχίες ως δικαιολογία». Κάλεσε, παράλληλα, τις αφρικανικές χώρες να προστατεύσουν τους φυσικούς πόρους τους από τις πολυεθνικές εταιρείες. Ο πρόεδρος του Ισημερινού, Ραφαέλ Κορέα, κατηγόρησε από την πλευρά του τις ανεπτυγμένες χώρες ότι «λεηλατούν τον πλανήτη, καταναλώνοντας ελεύθερα τους φυσικούς πόρους».

Αποτυχία λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης από τους ισχυρούς


Ο Δημήτρης Ιμπραήμ, συντονιστής εκστρατειών της Greenpeace, σχολιάζει στη zougla.gr ότι το κείμενο θα έπρεπε να έχει τον τίτλο «Το μέλλον που δεν αντέχουμε να έχουμε», θεωρεί την έλλειψη πολιτικής βούλησης ως την κύρια αιτία της αποτυχίας, αλλά υπόσχεται ότι… ο αγώνας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής θα συνεχιστεί αμείωτα σε όλους τους χώρους…

«Σε σύγκριση με το αντίστοιχο κείμενο που υιοθετήθηκε κατά τη Συνδιάσκεψη του Γιοχάνεσμπουργκ για την Αειφόρο Ανάπτυξη, 10 χρόνια πριν, καταδεικνύεται πως δεν έχει συντελεστεί καμία ουσιαστική πρόοδος, αφού ως μόνη καινοτομία μπορεί ίσως να χαρακτηριστεί η αναφορά στην ”πράσινη οικονομία” ως εργαλείο για την προαγωγή της βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά και για την καταπολέμηση της φτώχειας. Η διάσταση Βορρά και Νότου ήταν αυτή που κυριάρχησε για ακόμα μία φορά κατά τη διαπραγμάτευση, αφού οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν φάνηκαν να αποδέχονται τη λύση της ”πράσινης οικονομίας” ως νέου μοντέλου ανάπτυξης» σχολιάζει στη zougla.gr η Νατάσσα Φωτεινακοπούλου, ερευνήτρια στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Κατάρτισης του Παντείου Πανεπιστημίου.


Τέλος, εξηγεί: «Οι λόγοι της αποτυχίας της Συνδιάσκεψης μπορούν να εντοπιστούν για ακόμη μία φορά στην έλλειψη πολιτικής βούλησης από την πλευρά της διεθνούς κοινότητας, τα διαφορετικά αναπτυξιακά μοντέλα των κρατών, την περιχαράκωσή τους πίσω από τα εθνικά τους συμφέροντα, αλλά και την άρνηση συνεργασίας ανάμεσα σε Βορρά και Νότο. Το βέβαιο είναι ότι η ευκαιρία του Ρίο έμεινε ανεκμετάλλευτη και δεν επετεύχθη ένα αποτέλεσμα αντάξιο της κληρονομιάς του 1992. Το τελικό κείμενο της Συνδιάσκεψης, το οποίο ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Ban Ki Moon, χαρακτήρισε ως ”οδηγό για ένα βιώσιμο μέλλον” θα ακολουθήσει πιθανά ανάλογη πορεία με αυτήν του Σχεδίου Δράσης του Γιοχάνεσμπουργκ, το οποίο, 4 χρόνια μετά την υιοθέτησή του, χαρακτηρίστηκε ως ”χαρτί ξεχασμένο και χωρίς σημασία”»…

Οι επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών

Οι επιστημονικές εκτιμήσεις αναφέρουν ότι η θερμοκρασία του πλανήτη θα αυξηθεί ακόμη και μέχρι 6 βαθμούς Κελσίου (οι πιο δυσοίωνες εκτιμήσεις…), μέχρι το τέλος του αιώνα, σε περίπτωση που δεν περιοριστούν οι εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα, που συντελούν στη δημιουργία του φαινομένου. Οι άμεσες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι η ξηρασία, η ερημοποίηση, οι πλημμύρες, ο καύσωνας, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, η άνοδος της στάθμης των θαλασσών και οι τεράστιες απώλειες στη βιοποικιλότητα. Εκτιμάται ότι ο μεσογειακός χώρος και οι αναπτυσσόμενες χώρες θα πληγούν περισσότερο.

Σύμφωνα με την έκθεση Stern, αν η ανθρωπότητα δεν λάβει άμεσα μέτρα για τον περιορισμό του φαινομένου, τότε η παγκόσμια οικονομία θα έχει απώλειες της τάξεως του 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αντίθετα, με τη λήψη μέτρων (όπως είναι η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ο τερματισμός της αποψίλωσης των δασών και ο περιορισμός των εκπομπών των βλαβερών αερίων στα προ του 1990 επίπεδα), που δεν θα στοιχίσουν περισσότερο από το 1% του ΑΕΠ, το φαινόμενο μπορεί να περιοριστεί κι η άνοδος της θερμοκρασίας να μην ξεπεράσει τους 2 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2050.

Το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής αναδείχθηκε στην Παγκόσμια Διάσκεψη του Ρίο το 1992, οπότε και τέθηκαν οι βασικές αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης. Το Πρωτόκολλο του Κιότο (1998), που έχει υιοθετηθεί από τις περισσότερες χώρες (όχι όμως από τις ΗΠΑ…), θέτει στόχους μείωσης των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Περαιτέρω επιστημονικές έρευνες απέδειξαν το φαινόμενο και προτάθηκαν οι κατάλληλες λύσεις. Έκτοτε, οι συστηματικές προσπάθειες περιορισμού του φαινομένου δεν υπερβαίνουν το περιφερειακό ή το εθνικό επίπεδο, μια και η διεθνής κοινότητα κωλυσιεργεί στη σύναψη ολοκληρωμένης και δεσμευτικής συμφωνίας για όλα τα κράτη.

Ρεπορτάζ: Σωτήρης Σκουλούδης