Η Ντόρα Μπακογιάννη έχει κατανοήσει ότι μια εικόνα ισοδυναμεί, όχι απλώς με χίλιες, αλλά με χιλιάδες λέξεις. Φροντίζει λοιπόν η εικόνα της να είναι ατσαλάκωτη. Σε γενικές γραμμές το καταφέρνει. Το χαμόγελο, όσο κι αν είναι τραβηγμένο, δεν την εγκαταλείπει ποτέ. Ούτε στα δύσκολα, αν υπάρχει μπροστά της κάμερα. Ο καλολαδωμένος μηχανισμός που δουλεύει γι αυτήν, φροντίζει για τα υπόλοιπα:
Να διασκεδάσει τις εντυπώσεις που δημιουργεί η φωτογραφία της Ντόρας να εξέρχεται, εν μέσω οικονομικής κρίσης, από τη Λουί Βιτόν στη Βουκουρεστίου για παράδειγμα.
Ή να διαψεύδει τις πληροφορίες εφημερίδας για τις ζαριές της στη κουβέρτα που στρώθηκε μια πρωτοχρονιά σε σπίτι γνωστού εφοπλιστή.
Να «καθαριστεί» στα γρήγορα, με την ανάλωση – θυσία του πιστού
στενού συνεργάτη – κομματάρχη της, ονόματι Δραγουμάνου, η όποια εμπλοκή του ονόματός της στο σκάνδαλο Siemens.
μπορεί να φανταστεί κανείς τι συμβαίνει για άλλα περισσότερο προσωπικά και ενδεχομένως γαργαλιστικά… Στον τομέα αυτό θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι το αξίωμα επιβεβαιώνεται: «Η γυναίκα του Καίσαρα φαίνεται τίμια».
Οι «μποέμ» πλευρές της, οι οποίες ίσως δεν ταιριάζουν σε μια υπουργό Eξωτερικών, η οποία μάλιστα έχει τη φιλοδοξία να κυβερνήσει την Ελλάδα αν και καλά προφυλαγμένες, αιωρούνται στην ατμόσφαιρα και «κουδουνίζουν» σαν τις χάντρες ενός από τα κομπολόγια της συλλογής που πάντα έχει μαζί της η Ντόρα Μπακογιάννη. Με κρυμμένα τα «κομπολόγια» της, η Ντόρα Μπακογιάννη σήμερα παρακολουθεί, αφ’ υψηλού, απλούς πολιτικούς συλλογισμούς:
Η κυβέρνηση της ΝΔ, όπως τουλάχιστον καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις έχει πάψει να πείθει. Το ενδεχόμενο της ήττας στα κόμματα εξουσίας αυτόματα ανοίγει τη συζήτηση για την αλλαγή ηγεσίας. Η ΝΔ δεν αποτελεί εξαίρεση καθώς, μάλιστα, στους κόλπους της έχει αναπτυχθεί «στρατός» έτοιμος να καταλάβει την κομματική Βαστίλη, όταν έρθει η ώρα.
Στην ηγεσία αυτού του «σκιώδους», αλλά πανέτοιμου «στρατού», η υπουργός Εξωτερικών, που δεν κρύβει τη φιλοδοξία της να γίνει η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός στη χώρα. Καθώς, λοιπόν, η Ντόρα Μπακογιάννη, θέλει να μας κυβερνήσει, μας υποχρεώνει να ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στον (πολιτικό) της βίο, έστω κι αν κατά κύριο λόγο η «πολιτεία» της εξαντλείται στη σφαίρα των μηχανισμών, της τακτικής και της παραπολιτικής.
Θυγατέρα και σύζυγος
Εκείνη την εποχή, ανάμεσα στο 1974 και το 1989, κανείς δε θα στοιχημάτιζε στο πολιτικό άστρο της κυρίας Μπακογιάννη. Νεαρή σύζυγος ενός προβεβλημένου και ικανότατου πολιτικού, του Παύλου Μπακογιάννη, μητέρα δύο παιδιών, του Κώστα και της Αλεξίας, κόρη ενός political animal όπως ο Κώστας Μητσοτάκης, συμπιέζει το εκρηκτικό της ταπεραμέντο.
Οι παλαιότεροι ενθυμούνται το «αδιάβλητο» του συστήματος προσλήψεων στο Δημόσιο (και) εκείνη την εποχή που «αν δεν είχες μπάρμπα στη Κορώνη» δεν τολμούσες να υποβάλλεις ούτε αίτηση. Η κυρία Μπακογιάννη, έχοντας, όχι απλώς μπάρμπα, αλλά και πατέρα και σύζυγο «μέσα στα πράγματα», ευτύχησε να βρει την πρώτη της δουλειά, έχοντας μάλιστα και ήσυχη τη συνείδησή της, αφού δεν διορίστηκε αλλά πέτυχε το στόχο της μέσα από τον ανταγωνισμό των εξετάσεων. Η διαφύλαξη των τύπων άλλωστε, ήταν κάτι για το οποίο η Ντόρα Μπακογιάννη, εκπαιδεύτηκε υποχρεωτικά και εντατικά.
Μαθήματα (πολιτικού) κυνισμού
Στα τριάντα της χρόνια, το 1984, η Ντόρα Μπακογιάννη ξεκινά να διερευνά τα όρια και τις ικανότητές της με περισσότερο συστηματικό τρόπο ως υπεύθυνη του πολιτικού γραφείου του πατέρα της και αρχηγού, τότε, της Νέας Δημοκρατίας. Μετά από μια δεκαετία έγγαμου βίου και το μεγάλωμα δύο παιδιών, πιθανότατα η εντατική πολιτική εκπαίδευση που επέλεξε δίπλα στον πατέρα της να μην ήταν -τότε- μια συνειδητή επένδυση για το μέλλον, αλλά μια εποικοδομητική, ανάμεσα σε άλλες, διαφυγή από την υπονομευτική ρουτίνα της έγγαμης καθημερινότητας. Μεϊμαράκης, Βουλγαράκης (γνωστοί και ως «ντοράκια» από εκείνη την εποχή) ανέπτυξαν στενές πολιτικές και όχι μόνο σχέσεις με την Ντόρα, οι οποίες παρόλα αυτά δε θεμελίωσαν κάτι στέρεο. Η πολιτική άλλωστε απεχθάνεται τη δέσμευση και τη μονιμότητα.
Η Ντόρα Μπακογιάννη φαίνεται ότι είχε την τύχη ή την ατυχία να μη
χρειαστεί να βασανιστεί για τις «μεγάλες επιλογές» της. Συγκλονιστικά γεγονότα καθόρισαν υποχρεωτικά τη μετέπειτα πορεία της. Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1989, ο σύζυγός της, Παύλος Μπακογιάννης, βουλευτής της ΝΔ στη μονοεδρική της Ευρυτανίας, δολοφονείται από τη «17 Νοέμβρη».
Ακόμη και τα ανήλικα, τότε, παιδιά της έπαιξαν το ρόλο τους στα θεωρεία της Βουλής, κατά τη συζήτηση για την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου για το σκάνδαλο Κωσκοτά. Από τη στιγμή της δολοφονίας του πάντως, η Ντόρα βρέθηκε περισσότερο κοντά στον Παύλο Μπακογιάννη, απ’ ό,τι ήταν το τελευταίο διάστημα του έγγαμου βίου τους, που τελεσίδικα διακόπηκε από το περίστροφο
της «17Ν». Ωστόσο, όπως ακούγεται ακόμη στην πιάτσα, ο γάμος της Ντόρας με τον Μπακογιάννη είχε δεχτεί σοβαρά πυρά αρκετά πριν τη δολοφονία.
Ο εκλιπών πάντως, άφησε στην Ντόρα το όνομά του -το οποίο η θυγατέρα του Μητσοτάκη και σύζυγος Κούβελου το διατηρεί ως κόρη οφθαλμού- και μια σημαντική πολιτική κληρονομιά την οποία η Ντόρα όχι μόνο αποδέχτηκε αλλά και αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο. Αν και δεν πολιτεύεται πια στην Ευρυτανία, εξακολουθεί να συντηρεί τους δεσμούς με την περιοχή σε τέτοιο βαθμό που σήμερα είναι έτοιμη να κληροδοτήσει την περιφέρεια στον υιό Κωνσταντίνο, όταν έρθει η ώρα.
Το «δαχτυλίδι» του Μητσοτάκη
Το πετυχημένο βάπτισμα του πυρός (κέρδισε και στις δύο επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, της 8ης Απριλίου του 1990 και της 10ης Οκτωβρίου του 1993 τη μονοεδρική της Ευρυτανίας) απελευθέρωσε την άκρατη φιλοδοξία της Ντόρας Μπακογιάννη. Σήμερα, 20 χρόνια μετά, έχει στρώσει και ακολουθεί ένα δρόμο που έχει έναν και μόνο προορισμό: Την ηγεσία στη Νέα Δημοκρατία και την πρωθυπουργία. Η Ντόρα Μπακογιάννη δεν κρύβει πια τη μύχια φιλοδοξία της, να γίνει η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Στις κυβερνήσεις του πατρός της (1990-93) η Ντόρα Μπακογιάννη, αναλαμβάνοντας αξιώματα (υφυπουργός στον πρωθυπουργό και υπουργός Πολιτισμού) κτίζει γρήγορα, χωρίς κόπο και ανέξοδα, το ηγετικό της προφίλ.
Την περίοδο αυτή, με την αποχώρηση του Κώστα Μητσοτάκη από το πρώτο πλάνο της σκηνής, η Ντόρα Μπακογιάννη, παραλαμβάνει την πολιτική σκυτάλη και κυρίως τον πανίσχυρο μηχανισμό επιρροής που διεύρυνε και κρατούσε καλολαδωμένο ο πατέρας της καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς και πολυκύμαντης σταδιοδρομίας του.
Προετοιμασία για «έφοδο»
Για την οικογένεια Μητσοτάκη (και την Ντόρα) η δημιουργία και αξιοποίηση ενός μηχανισμού είναι η πεμπτουσία της πολιτικής. Τα χιλιάδες βαφτιστήρια του Μητσοτάκη περιγράφουν τα ήθη και τις συνήθειες μιας άλλης εποχής. Οι στενές, ωστόσο, σχέσεις (και αμοιβαίες δεσμεύσεις) της οικογένειας με άτομα απ’ όλο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας, εξακολουθούν να καλλιεργούνται μια που αποτελούν την απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου.
Ακολουθώντας κατά γράμμα την παράδοση ή τους κανόνες της οικογένειας, η Ντόρα Μπακογιάννη έχει δημιουργήσει έναν ευρύτατο κύκλο, έναν πολιορκητικό μηχανισμό, προσαρμοσμένο να αλώσει τους ανώτατους πύργους της εξουσίας.
Η συστηματικότερη και περισσότερο προσωπική ενασχόληση της Ντόρας Μπακογιάννη με την οικοδόμηση αυτού του μηχανισμού ξεκίνησε επί της δημαρχίας της στην Αθήνα.
Η Ντόρα Μπακογιάννη δίκαια μπορεί να περηφανεύεται ότι στις 20 Οκτωβρίου του 2002 εξελέγη η πρώτη γυναίκα στην ιστορία της πόλης των Αθηνών δήμαρχος Αθηναίων, με ποσοστό 60,6%, που είναι το μεγαλύτερο που έχει πάρει ποτέ δήμαρχος στο δήμο της Αθήνας. Εκμεταλλεύτηκε βέβαια το υπέρ της Νέας Δημοκρατίας πολιτικό ρεύμα εκείνης της περιόδου και την ευκολία της να δίνει με πειστικότατο τρόπο ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Σαν αυτή -ανάμεσα σε πολλές άλλες- για το βάψιμο των προσόψεων των κτηρίων της Αθήνας.
Μπορεί οι Αθηναίοι ήδη να μη θυμούνται τίποτε από τη δημαρχία της, όμως στις 15 Φεβρουαρίου 2006 που η Ντόρα Μπακογιάννη ανέλαβε τα καθήκοντα του υπουργού Εξωτερικών είχε πραγματοποιήσει ένα τεράστιο αφανές έργο, το οποίο «μετέφερε» ολόκληρο μαζί της στη νέα της θέση: Ένας ολόκληρος στρατός «πιστών» ανθρώπων την ακολούθησε από το δημαρχείο στη Βασιλίσσης Σοφίας.
Για τη δημιουργία της πολιτικής ή οικονομικής κληρονομιάς, προφανώς απαιτούνται «θυσίες» και «δουλειά». Το ζεύγος Μπακογιάννη – Κούβελου φαίνεται ότι μπορεί και να «δουλεύει» και να κάνει τις απαραίτητες θυσίες. Για τον κοινό στόχο (δημιουργία κληρονομιάς» Ντόρα και Ισίδωρος , όπως λένε άσπονδοι φίλοι τους κατάφεραν να ξεπεράσουν κάποιες σοβαρές μεταξύ τους δυσκολίες πριν δυο – τρία χρόνια. Άλλωστε, αυτά που μπορούσαν να τους ενώσουν ήταν πολύ περισσότερα και μεγάλα απ’ αυτό που θα τους χώριζε.
Η υποστήριξη του πρότζεκτ της ανάληψης των Μεσογειακών Αγώνων δημιουργούσε τεράστιες ευκαιρίες για μπίζνες, για τις οποίες έχουν γραφτεί πολλά. Η φιλοδοξία του Κούβελου να αναλάβει την Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή που θα ήταν το επιστέγασμα αυτής της προσπάθειας του ζεύγους, εκ πρώτης όψεως ναυάγησε εξαιτίας των προβλημάτων που δημιουργούσε στη ΝΔ η διαμάχη Κούβελου με τον Μίνωα Κυριακού. Εκ των υστέρων, ωστόσο, αυτοί που ξέρουν τα πράγματα από μέσα υποστηρίζουν πως η επιλογή Καπράλου, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια «εκπληκτική κίνηση τακτικής» της Ντόρας. Η Ολυμπιακή επιτροπή, βρίσκεται στο πιάτο της.
Πάτρωνες και πατρονάρισμα
Γύρω απ’ αυτόν τον πυρήνα γυρίζουν αδιάκοπα εκατοντάδες άνθρωποι, οι οποίοι εργάζονται και επενδύουν στο μέλλον της Ντόρας Μπακογιάννη, με το αζημίωτο φυσικά.
Όλα αυτά, ωστόσο, μοιάζουν λεπτομέρειες μπροστά στην κολοσσιαία επιχείρηση διείσδυσης του μηχανισμού Μπακογιάννη στο κόμμα της ΝΔ και την κυβέρνηση. Μια ματιά και μόνο στη σύνθεση της νέας, μετά τον ανασχηματισμό, κυβέρνησης, αρκεί για να αντιληφθούν οι γνωρίζοντες πρόσωπα και πράγματα τον «επεκτατικό» εντατικό ρυθμό στον οποίο «χορεύει» το σύστημα της υπουργού Εξωτερικών.
Σήμερα, που ο κόσμος ολόκληρος συνταράσσεται από την αποτυχία του μοντέλου της ασυδοσίας, των αγορών, η γυναίκα που φιλοδοξεί να κυβερνήσει την Ελλάδα, κρύβεται και αναμένει από την αμερικανική μητρόπολη -με την οποία πάντοτε ήταν στενά συνδεδεμένη- τις «οδηγίες πλεύσης».
Το πατρονάρισμα άλλωστε, από κάποιον ισχυρό προστάτη, δεν της έλλειψε ούτε στιγμή στην πολιτική της διαδρομή μέχρι και σήμερα.