Στην Αμερικανίδα αναισθησιολόγο Virginia Apgar (Βιρτζίνια Άπγκαρ), γνωστή κυρίως ως «μητέρα» του τεστ Apgar που βοηθά στην αξιολόγηση της υγείας των νεογνών αμέσως μετά τη γέννησή τους, αφιερώνει η Google το σημερινό της (7 Ιουνίου) doodle, με αφορμή την 109η επέτειο από τη γέννησή της.
H Apgar, η οποία θεωρήθηκε πρωτοπόρος στον τομέα της αναισθησιολογίας, αλλά και της μαιευτικής, γεννήθηκε το 1909 στο Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ. Η επιστήμη μαγνήτισε το ενδιαφέρον της από μικρή ηλικία. Αποφοιτώντας από το λύκειο, γνώριζε ότι ήθελε να γίνει γιατρός, γι’ αυτό και συνέχισε τις σπουδές της προς αυτήν την κατεύθυνση.
Αν και αρχικά οι σπουδές της είχαν επικεντρωθεί στη χειρουργική, έπειτα από προτροπή του διευθυντή χειρουργικής του Columbia-Presbyterian Medical Center, Dr. Allen Whipple, στράφηκε στην αναισθησιολογία, για να γίνει λίγα χρόνια αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, η πρώτη γυναίκα επικεφαλής τμήματος στο συγκεκριμένο νοσοκομείο.
Η Apgar αντιμετώπιζε συνεχώς προκλήσεις, καθώς -δεδομένου ότι η αναισθησιολογία είχε μόλις πρόσφατα μετατραπεί σε ιατρική ειδικότητα- ερχόταν αντιμέτωπη με την καχυποψία των χειρουργών.
Ωστόσο, προς το τέλος της δεκαετίας του 1940, άρχισε να αναγνωρίζεται το έργο της, ενώ μέχρι τον θάνατό της, το 1974, έλαβε πολλές διακρίσεις.
Η Apgar παρατήρησε ότι, μεταξύ της δεκαετίας του 1930 και του 1950, ενώ ο ρυθμός βρεφικής θνησιμότητας στις ΗΠΑ μειωνόταν, ο αριθμός των νεογνών που έχαναν τη ζωή τους τις πρώτες 24 ώρες μετά τη γέννησή τους παρέμενε σταθερός. Η παρατήρηση αυτή την ώθησε να ερευνήσει μεθόδους για την καταπολέμηση της βρεφικής θνησιμότητας, καταλήγοντας τελικά στην επινόηση -τη δεκαετία του 1950- του τεστ Apgar, το οποίο ακόμη και σήμερα θεωρείται ευρέως χρησιμοποιούμενη τεχνική για την αξιολόγηση της υγείας ενός νεογέννητου.
Μέσα από το τεστ, η Apgar βαθμολογούσε τα νεογέννητα ανάλογα με την κατάσταση της υγείας τους, διαχωρίζοντας έτσι τα υγιή μωρά από εκείνα που αντιμετώπιζαν κάποιον κίνδυνο και χρειάζονταν ιδιαίτερη φροντίδα τις πρώτες ώρες της ζωής τους.
Πληροφορίες από Wikipedia