Στέλιος Βασιλούδης

Το Facebook και η Google υπάρχουν σε πολλές χώρες. Ποιος πρέπει να αποφασίσει για τους κανόνες λειτουργίας τους σε κάθε μια από αυτές; 

Κάθε χώρα έχει τους δικούς της κανονισμούς για την ασφάλεια των αυτοκινήτων και τους κωδικούς φορολογίας. Πρέπει, όμως, κάθε χώρα να αποφασίζει επίσης τα όριά της για την κατάλληλη διαδικτυακή έκφραση;

Εάν κάποιος έχει μια γρήγορη απάντηση να διατυπώσει, ίσως θα πρέπει να το ξανασκεφτεί. Πιθανότατα δεν θέλουμε να επιτρέψουμε στις εταιρείες του Διαδικτύου να αποφασίζουν για τις ελευθερίες δισεκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά ίσως και να μην θέλουμε οι κυβερνήσεις μας να έχουν ανεξέλεγκτη εξουσία.

Μερικοί Γερμανοί μπορεί να συμφωνούν  με τον νόμο που απαγορεύει τις διαδικτυακές δημοσιεύσεις που η κυβέρνησή τους θεωρεί ως ρητορική μίσους. Τι γίνεται όμως με τους Γερμανούς που αισθάνονται πως φιμώνονται όταν προσπαθούν να εκφράσουν τετοιες απόψεις; Και τι πρέπει να κάνουν το Facebook ή η Google εάν μια ολοένα και πιο αυταρχική κυβέρνηση στην Τουρκία χρησιμοποιεί παρόμοιους κανόνες για να σιγήσει τους πολίτες της, ή εάν ο νόμος κατά της λογοκρισίας της Πολωνίας επιτρέπει στους πολιτικούς να δυσφημούν τους εκλογείς τους;

Η ρύθμιση της διαδικτυακής έκφρασης σε οποιαδήποτε χώρα – πόσο μάλλον σε ολόκληρο  τον κόσμο – είναι ένα άναρχο σύνολο διευθετήσεων χωρίς εύκολες λύσεις. Ας προσπαθήσουμε να δούμε μερικά από αυτα  τα ζητήματα:

Το «splinternet» (splintered internet) είναι εδώ: 

Η ουτοπική ιδέα του Διαδικτύου ήταν ότι θα βοηθούσε στην κατάρρευση των εθνικών συνόρων, αλλά οι παρατηρητές της τεχνολογίας προειδοποιούν εδώ και δεκαετίες ότι θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει αυτα τα σύνορα ακομη πιο υψηλότερα. «Αυτή η έννοια, που συχνά αποκαλείται «splinternet», είναι πλέον πραγματικότητα», δηλώνει η Mishi Choudhary, δικηγόρος η οποία ξεκίνησε μια οργάνωση στην Ινδία που εκπροσωπεί τα δικαιώματα των χρηστών του Διαδικτύου και των προγραμματιστών λογισμικού.

«Υπήρχε μια περίοδος, μέχρι πριν από μια δεκαετία περίπου, που οι κυβερνήσεις δεν καταλάβαιναν πλήρως τη δύναμη του Διαδικτύου. Στη συνέχεια όμως, σιγά – σιγά οι αρχές άρχισαν να επιδιώκουν τον έλεγχο του  – για λόγους τόσο καλοήθεις όσο και κακοήθεις», λεει η Choudhary και προσθέτει: «Οι κυβερνήσεις αισθάνονται πολύ ισχυρές και δεν τους αρέσει να τίθενται στο περιθώριο».

Ποιος αποφασίζει λοιπόν ;

Αυτό είναι το θεμελιώδες ερώτημα που θέτει ο πρώην αξιωματούχος του ΟΗΕ David Kaye, όσο αφορά τη διαφωνία μεταξύ του Twitter και της κυβέρνησης της Ινδίας σχετικά με αίτημα της για διαγραφή διαδικτυακού υλικού. Και σε αυτό το ερώτημα φαίνεται να μην υπάρχει απλή απάντηση.

«Δεν νομίζω ότι είναι τόσο απλό όσο ακούγεται. Η κυβέρνηση λέει σε μια εταιρεία να υπακούσει σε έναν νόμο και αυτή πρέπει να συμμορφωθεί», λεει ο Chinmayi Arun, συνεργάτης του Yale Law School και ιδρυτής του Κέντρου Διακυβέρνησης Επικοινωνίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Ινδίας στο Νέο Δελχί. «Αν οι εταιρίες γνωρίζουν ότι ένας νόμος παρεμβαίνει στην ανθρώπινη ελευθερία, τότε μπορεί να αντιδράσουν παραβιάζοντας τον, δηλώνοντας πως δεν έχουν άλλη επιλογή», συμπληρώνει.

Εταιρίες του Διαδικτύου όπως η Google και το Facebook αντιδρούν τακτικά όταν πιστεύουν ότι οι αρχές παραβιάζουν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό είναι συχνά καλό και επιθυμητό. Εκτός από τις περιπτώσεις που δεν είναι. Βέβαια, αυτή η άποψη είναι υποκειμενική.

Ενας Ταϊλανδός πολίτης που θα ήθελε να δει την εξουσία της μοναρχίας στη χώρα να περιορίζεται, θα ήταν ενθουσιασμένος που το Facebook αψηφά την κυβέρνησή του. Αλλά, αν υποστήριζε τη μοναρχία, θα οργίζοταν που μια ξένη εταιρεία δεν σέβεται τους νόμους της χώρας του.

Οι δυνάμεις του Διαδικτύου παίρνουν αποφάσεις που βασίζονται στην κρίση τους.

Άνθρωποι όπως ο Mark Zuckerberg ή ο διευθύνων σύμβουλος της Microsoft λένε ότι θέλουν να τους πουν οι χώρες με ποιο τρόπο πρέπει να χειριστούν δύσκολες ερωτήσεις σχετικά με την ηλεκτρονική έκφραση και αυτή η λογική τους έχει νόημα. Αυτές οι αποφάσεις είναι, δεδομένα, δύσκολες. ,Αλλά ανεξάρτητα από τους κανόνες που θεσπίζουν οι κυβερνήσεις, οποιοσδήποτε χώρος συγκέντρωσης χρηστών στο Διαδίκτυο θα πρέπει να χρησιμοποιεί τη δική του κρίση.

Η Evelyn Duek, λέκτορας στη Νομική Σχολή του Harvard, λέει ότι ακόμη και όταν χώρες όπως η Γερμανία ψηφίζουν νόμους σχετικά με την διαδικτυακή έκφραση, εξακολουθεί να είναι ευθύνη των εταιρειών του Διαδικτύου να ερμηνεύουν εάν εκατομμύρια δημοσιεύσεις βρίσκονται στη σωστή πλευρά του νόμου. Αυτό ισχύει και για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι εταιρείες αφήνονται σε μεγάλο βαθμό να αποφασίσουν τα δικά τους όρια αποδεκτής διαδικτυακής έκφρασης.

«Οι χώρες και οι διεθνείς οργανισμοί πρέπει να κάνουν περισσότερα για να καθιερώσουν πιο ξεκάθαρες γραμμές και διαδικασίες για τις πλατφόρμες του διαδικτύου», λεει η Duek αλλά, «δεν πρόκειται να πάρουν ποτε το δικαίωμα λήψης αποφάσεων από τα χέρια των εταιρειών του διαδικτυου», προσθέτει.

Υπάρχει μεσαίο έδαφος; 

Ο φόβος του splinternet παρουσιάζεται συχνά ως δυαδική επιλογή μεταξύ ενός παγκόσμιου Facebook και Google ή 200 παραλλαγών τους. Υπάρχουν, όμως, ιδέες που κυκλοφορούν σχετικά με τον καθορισμό μιας παγκόσμιας βάσης της διαδικτυακής έκφρασης και μιας  διαδικασίας για την επίλυση τέτοιων διαφορών.

Ένας συνασπισμός που ονομάζεται Global Network Initiative έχει εργαστεί εδώ και χρόνια προκειμένου να καθορίσει έναν κώδικα συμπεριφοράς των εταιρειών τεχνολογίας και τηλεπικοινωνιών για την προστασία του διαδικτυακού λόγου και της ιδιωτικής ζωής, παγκοσμίως. Ομάδες, συμπεριλαμβανομένων του Άρθρου 19, το οποίο εργάζεται για την προώθηση της ελευθερίας της έκφρασης, και του Συμβουλίου Εποπτείας του Facebook, έχουν επίσης εργαστεί πάνω σε μηχανισμούς επίλυσης σε περιπτώσεις που άνθρωποι  σε όλο τον κόσμο, αμφισβητούν τις αποφάσεις των εταιρειών του Διαδικτύου.

Εάν όλα αυτά φαίνονται σαν να είναι χάος – ναι, είναι. Η ομιλία στο Διαδίκτυο είναι ένα σχετικά νέο πράγμα και εξακολουθούμε να προσπαθούμε να το καταλάβουμε.

Πηγή: The New York Times