Λευτέρης Ξυκομηνός
Πληροφορίες
Τίτλος: Shadow of the Beast
Πλατφόρμες: PS4
Tested on: PlayStation 4
Εταιρεία Ανάπτυξης: Heavy Spectrum Entertainment Labs
Εκδότρια Εταιρεία: Sony Interactive Entertainment
Είδος: Platform, action-adventure
Ηλικίες: 18+
Αρκετά χρόνια πριν, όταν τα πάντα ήταν διαφορετικά στον χώρο των videogames, υπήρχε ένας οικιακός υπολογιστής (Home Computer) φημισμένος για την τεχνική του ανωτερότητα σε σχέση με όλους τους άλλους, είτε αυτοί ήταν Home, είτε PC, είτε Mac, είτε ακόμη και κονσόλες παιχνιδιών. Ο λόγος για την θρυλική Commodore Amiga (στα ισπανικά σημαίνει «φίλη»). Σε αυτόν τον υπολογιστή λοιπόν, το έτος 1989, εμφανίστηκε ένας τίτλος-ορόσημο, από την εκδότρια εταιρεία Psygnosis (που γύρω στο 1993-4 εξαγοράστηκε από την Sony, ώστε να συνεχίσει να παράγει παιχνίδια για το φρέσκο τότε PlayStation) και την προγραμματιστική ομάδα «Reflections» των Martin Edmonson και Paul Howarth (αργότερα έγιναν γνωστοί χάρη στους τίτλους «Driver»).
Ο τίτλος είχε την ονομασία Shadow of the Beast, ελληνιστί Η Σκιά του Κτήνους (ή τέρατος αν προτιμάτε) και έμεινε στην Ιστορία των videogames, διότι επεδείκνυε την τρομερή τεχνολογική υπεροχή της Amiga και ταυτόχρονα την ιδιαίτερα υψηλή προγραμματιστική δεινότητα της ομάδας Reflections. Ενώ τα τεχνικά χαρακτηριστικά της Amiga προσέφεραν έως 32 χρώματα ταυτόχρονα και το πολύ 2-3, άντε 4 παράλληλα επίπεδα κύλισης ή αλλιώς parallax scrolling, το Shadow of the Beast πλημμύριζε την οθόνη με περίπου 128 χρώματα και 13 παράλληλα επίπεδα scrolling. Ένα τεχνολογικό έπος, που δεν ξεπεράστηκε ποτέ, πάντα αναφερόμενοι σε γραφικά τεχνικής δύο διαστάσεων (2D graphics).
Η βασική ιστορία του παιχνιδιού ήταν εξαιρετικά απλή όπως και το gameplay: ο Aabron απάγεται όντας ακόμα παιδί από τον κακό μάγο / αρχηγό των τεράτων Maletoth, μετατρέπεται μέσω μαγείας σε τέρας και γίνεται ακόλουθός του. Κάποια στιγμή (ως ενήλικο τέρας) ο Aabron ανακτά τις ανθρώπινες αναμνήσεις του, όταν βλέπει έναν άνθρωπο να εκτελείται και ο οποίος είναι στην πραγματικότητα ο πατέρας του. Έτσι, ο Aabron αλλαξοπιστεί και γίνεται εχθρός του κακού Maletoth, ξεκινώντας μια περιπέτεια – πορεία με σκοπό να πατάξει τον πρώην αφέντη του. Το gameplay όπως αναφέραμε ήταν απλοϊκό, αλλά παράλληλα εξαιρετικά δύσκολο. Ο παίκτης περιπλανιόνταν στις πίστες λύνοντας απλούς γρίφους (βρες ένα κλειδί, για να ξεκλειδώσεις μια πόρτα, ώστε να προχωρήσεις περαιτέρω την πίστα), ενώ κατά την περιπλάνηση αντιμετωπίζει διάφορους εχθρούς-τέρατα.
Ανάμεσα στα πολλά παιδιά, εφήβους και λιγοστούς ενήλικες της εποχής που είχαν εκπλαγεί με το Shadow of the Beast στην Amiga, ήταν και ο Matt Birch ηλικίας τότε 16 ετών. Το παιχνίδι τον μάγεψε τόσο πολύ, τον «σημάδεψε» θα λέγαμε, έχοντάς του εμφυσήσει την επιθυμία να μεταφέρει αυτή τον τίτλο και την αίσθηση που βίωσε ως νεαρός, στη σύγχρονη εποχή και πιο συγκεκριμένα στο PlayStation 4. Έτσι, ο Matt Birch και η ομάδα του «Heavy Spectrum» ανέπτυξαν τον ομώνυμο τίτλο για τη νέα εποχή.
Αυτή που γίνεται άμεσα αντιληπτή στο σύγχρονο Shadow of the Beast, είναι η απύθμενη βία. Ο πρωταγωνιστής-τέρας με τα νύχια που προεξέχουν ως λεπίδες από τα χέρια του, σε στυλ Φρέντυ Κρούγκερ για τους παλαιότερους ή Γουλβερίν για τους νεότερους, πετσοκόβει όποιον εχθρό βρει μπροστά του, όπως οι Troglodytes, Dryads και Dorogs. Ο Aabron δεν έχει ούτε το παραμικρό ίχνος οίκτου: είναι αμείλικτος στην προσπάθειά του να βρει και να νικήσει τον Maletoth. Για να το καταφέρει αυτό βέβαια, απαιτεί την συνεχή αφοσίωση από τον παίκτη. Και αυτό διότι, το παιχνίδι μπορεί να διατηρεί την απλοϊκότητα στο gameplay του παλιού παιχνιδιού, όμως την έχει εμπλουτίσει με περαιτέρω χαρακτηριστικά όσο αφορά τις μαχητικές ικανότητες του πρωταγωνιστή, όπως άμυνα (block), ζάλισμα (stun) εχθρών και αντεπίθεση (counter). Επίσης, όταν σκοτώνουμε εχθρούς γεμίζει μια μπάρα αίματος (blood meter). Το περιεχόμενό της χρησιμοποιείται για σπέσιαλ επιθετικές κινήσεις. Εμφανώς λοιπόν, το remake του Shadow of the Beast προσφέρει την επιλογή στον gamer να παίξει είτε απλώς πατώντας ένα κουμπί επίθεσης, είτε να συνδυάσει πολλαπλές μεθόδους, ώστε να πετύχει μεγαλύτερο σκορ και όχι μόνο.
Πέραν του σκορ, ανάλογα με τον τρόπο που παίζουμε αποκτάμε περισσότερους πόντους (το «νόμισμα» του παιχνιδιού), που εν συνεχεία μπορούμε να δαπανήσουμε για να αυξήσουμε τα skills (ικανότητες) του Aabron, όπως δύναμη, ταχύτητα κλπ ή να αγοράσουμε άλλα χαρακτηριστικά, φερ’ ειπείν Talismans, έξτρα γλώσσες και διαλέκτους (ώστε να μεταφραστούν με υπότιτλους τα λεχθέντα χαρακτήρων που συναντούμε) ή ακόμα και δυνατότητες για τον πρωταγωνιστή (πχ. να επιβιώνει όταν πέσει από μεγάλο ύψος).
Οι πίστες προσφέρουν τη δυνατότητα εξερεύνησης, χωρίς όμως αυτή να είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση του παιχνιδιού. Άπαξ όμως ο παίκτης επιθυμεί να επενδύσει παραπάνω χρόνο, το Shadow of the Beast του 2016 θα τον ανταμείψει με πολλά κρυφά στοιχεία, ενώ θα του ξεκλειδώσει υπο-πίστες για ακόμα περισσότερη περιπλάνηση. Επιπλέον, οι πίστες δεν είναι απλώς «προχωρώ από τα αριστερά προς τα δεξιά», καθώς εμπεριέχουν switches που ανοίγουν πύλες και φωσφορούχους σωλήνες ενέργειας που μεταφέρουν τον παίκτη από ένα σημείο σε άλλο, ως μορφή παζλ που πρέπει να λυθεί για να φτάσουμε στο τέλος της πίστας.
Για τους νοσταλγούς του παλιού παιχνιδιού, πρέπει να αναφέρουμε ότι υπάρχει αυτούσιο – το οποίο «αγοράζεται» με πόντους. Μην ανησυχείτε πάντως, καθώς οι πόντοι που απαιτούνται είναι λίγοι, συνεπώς με λίγη ώρα ενασχόλησης θα μπορέσετε να απολαύσετε τον αυθεντικό τίτλο του 1989.
Από πλευράς γραφικών, το Shadow of the Beast του 2016 χρησιμοποιεί την Unreal Engine. Έχουμε πλούσια περιβάλλοντα, που ναι μεν βασίζονται στις πίστες του 1989, αλλά όμως δε, με πλήρως ανανεωμένη αισθητική. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η καλλιτεχνική προσέγγιση είναι σαν να παρακολουθούμε ένα βίαιο καρτούν για ενήλικες, με σκληρές εικόνες, με μίξη γήινων και εξωγήινων τοπίων, γύρω από έναν πρωταγωνιστή-τέρας που προσπαθεί να λυτρωθεί από την κατάρα του και ταυτόχρονα να πάρει εκδίκηση από τον υπερ-κακό πρώην αφέντη Maletoth. Παράλληλα, η ηχητική επένδυση πλαισιώνει τα γραφικά με άψογο τρόπο, διατηρώντας την ακουστική αρτιότητα που είχε θεμελιωθεί από το παιχνίδι του 1989 (ας είναι καλά ο υπεύθυνος μουσικής-ήχων David Whittaker).
Εν τέλει, είναι το Shadow of the Beast ένας καλός τίτλος για αγορά; Η απάντηση δεν είναι ένα ξερό «ναι» ή «όχι». Κι αυτό διότι ο τίτλος, απευθύνεται στο ευρύ, σημερινό κοινό, που απαρτίζεται τόσο από νεαρά άτομα, όσο και από… κάπως μεγαλύτερα, που βίωσαν το παιχνίδι του 1989. Για τους νεότερους, ο τίτλος θα προσφέρει δράση και εξερεύνηση για κάποιες ώρες, ενώ για τους πιο μεγάλους ηλικιακά θα τους κάνει να βιώσουν μια γεύση νοσταλγίας, με αρκετές δόσεις σύγχρονης αισθητικής. Ίσως ο Matt Birch αυτό ακριβώς επεδίωξε να προσφέρει: έναν τίτλο που μπορεί να διασκεδάσει τους νεότερους με δράση, βία και σχετική εξερεύνηση και ταυτόχρονα να ψυχαγωγήσει τους μεγαλύτερους, με μια μοναδικότητα και ισχυρά αισθήματα νοσταλγίας, εμπλουτισμένα με επίκαιρο συνδυασμό γραφικών, ήχων και gameplay.