Του Βασίλη Τατσιόπουλου
Πληροφορίες
Τίτλος: Ratchet & Clank: Rift Apart
Διαθέσιμο σε: PlayStation 5
Δοκιμάστηκε σε: PlayStation 5
Εταιρεία Ανάπτυξης: Insomniac Games
Εκδότρια Εταιρεία: Sony Interactive Entertainment
Είδος: Platformer, third-person shooter
Ηλικίες: 7+
Ημ/νία Κυκλοφορίας: 11 Ιουνίου 2021
Μετάφραση: Διαθέτει ελληνικά μενού και ελληνικούς υπότιτλους
Η πρώτη χρονιά του PlayStation 5 ήταν αναμφισβήτητα παράξενη. Λίγο η πανδημία Covid-19, κάτι οι καθυστερήσεις σε παιχνίδια και οι ελλείψεις σε stock, σαφώς είχαμε ένα επεισοδιακό λανσάρισμα. Από τα βασικότερα όμως στοιχεία που κοιτά κανείς για να αποφασίσει εάν κάποια κονσόλα έκανε επιτυχημένη είσοδο στην αγορά, είναι τα παιχνίδια. Το PS5 μέχρι στιγμής, κοιτώντας μόνον τα αποκλειστικά του παιχνίδια και όχι όσα βγαίνουν και στο PS4 ή και σε άλλες πλατφόρμες, μας έχει δώσει πολύ δυνατές κυκλοφορίες, αλλά με περίεργη σειρά.
Η αρχή έγινε με το Demon’s Souls, ένα εξαιρετικό παιχνίδι με φανατικό κοινό, το οποίο είναι όμως remake και μάλιστα ενός τίτλου με πολύ απαιτητικό gameplay· πρόκειται για ένα παιχνίδι «για λίγους», και δεν είναι εύκολο να ανοιχτεί σε μεγάλη μερίδα του κόσμου. Στο ίδιο μοτίβο, το Returnal, ένα νέο IP από την αγαπημένη Housemarque, κέρδισε πολύ δυνατές κριτικές αλλά, επίσης, είναι ένα πολύ δύσκολο παιχνίδι. Η δυσκολία ενός τίτλου δεν είναι κάτι αρνητικό, όμως είναι κατανοητό ότι, αν οι απαιτήσεις του gameplay είναι πολύ μεγάλες, είναι πιθανό να απομακρυνθεί ένα μέρος του κοινού που δεν θα έχει τον χρόνο ή την υπομονή για να ασχοληθεί όσο πρέπει.
Με λίγα λόγια, οι δύο πρώτοι μεγάλοι αποκλειστικοί τίτλοι της νέας κονσόλας της Sony, όσο κι αν είναι εξαιρετικοί ποιοτικά, δεν έχουν τη δυναμική να φέρουν μεγάλους αριθμούς νέων παικτών στο brand, ούτε να παγιώσουν ευρέως το PS5 ως ”must-have” κονσόλα, αυτήν τη χρονική περίοδο.
Η Sony, για να αλλάξει όλα αυτά, επιστρατεύει το Ratchet & Clank franchise, μία κλασική σειρά δράσης/περιπέτειας από το παρελθόν του PlayStation, που έχει αγαπηθεί αρκετά. Την ανάπτυξη αναλαμβάνει και πάλι η Insomniac, εταιρεία συνυφασμένη πια με την κονσόλα της Sony, εξαιτίας του Ratchet και του Spiderman κυρίως.
Όπως και το Spiderman, έτσι και το Ratchet & Clank είναι σειρά που έχει όλα τα φόντα για να φέρει κόσμο στο PlayStation, καθώς πρόκειται για παιχνίδια φιλικά προς κάθε τύπο gamer. Το νέο Ratchet & Clank, με τον υπότιτλο Rift Apart, έρχεται για να κάνει ακριβώς αυτό: να ανοίξει την κονσόλα στο ευρύ κοινό και να δώσει έναν λόγο στους διστακτικούς για να αγοράσουν το πέμπτο PlayStation.
Αναμενόμενα, η Insomniac κινείται με αυτή την αποστολή κατά νου και φτιάχνει ένα παιχνίδι «για όλους», με ό,τι –κακό και καλό- συνεπάγεται αυτό. Μια εμπειρία που απευθύνεται στο κοινό στο σύνολό του, σε οποιοδήποτε άτομο παίζει video games ανεξάρτητα από ηλικία και επιμέρους χαρακτηριστικά κάθε είδους, σίγουρα δεν μπορεί να ρισκάρει ιδιαίτερα, να δοκιμάσει πολλές νέες ιδέες και να πάει σε αχαρτογράφητα νερά.
Όχι πως το Ratchet & Clank είναι franchise από το οποίο περιμένουμε να δούμε τεράστιες καινοτομίες, όμως πλέον υπάρχει αρκετό καιρό και απαριθμεί τόσες κυκλοφορίες ώστε θα μπορούσε να πατήσει στα πόδια του και να ανανεώσει ακόμα και βαθιά ριζωμένα στοιχεία του. Είναι όμως κατανοητό ότι η συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν θεωρήθηκε κατάλληλη για πειραματισμούς οποιουδήποτε είδους, κι έτσι έχουμε ένα πολύ κλασικό Ratchet & Clank, με οπτικές και τεχνικές ανανεώσεις κυρίως, και κάποιες ακόμα που έρχονται μέσω του χειριστηρίου του PS5.
Από την πρώτη στιγμή στο Rift Apart είναι ξεκάθαρο πως θα δούμε ένα τεχνικά εντυπωσιακό παιχνίδι. Τα αρχικά cutscenes είναι εκθαμβωτικά και αγγίζουν το επίπεδο των καλύτερων animated ταινιών, με απίστευτη λεπτομέρεια στις υφές, υπέροχα και πλούσια εφέ, και κορυφαία animations για τους χαρακτήρες, σωματικά και στα πρόσωπά τους. Το ότι πρόκειται για καρτουνίστικο παιχνίδι καθόλου δεν μειώνει τον εντυπωσιασμό, αφού η εικόνα είναι ασυναγώνιστη αισθητικά και ασύγκριτα καλοφτιαγμένη.
Όταν ξεκινά το παιχνίδι και ελέγχουμε πλέον τον χαρακτήρα, το Rift Apart συνεχίζει να εντυπωσιάζει, αφού οπτικά είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα γραφικών που έχουμε δει σε κονσόλα. Ο μακρινός ορίζοντας είναι γεμάτος αντικείμενα σε κίνηση, όπως ιπτάμενα σκάφη και πυροτεχνήματα, ενώ κοντά μας βλέπουμε διάφορους χαρακτήρες να τρέχουν, κουτιά να σπάνε σε χίλια κομμάτια και βίδες (τα χρήματα του παιχνιδιού) να κατακλύζουν τον χώρο, εχθρούς να επιτίθενται από παντού και να εξαπολύουν πολύχρωμα λέιζερ και πληθωρικά εφέ. Γενικά, η οθόνη μας γεμίζει με διάφορα στοιχεία, ray-traced αντανακλάσεις και οπτικά εφέ, με πετυχημένη καλλιτεχνική επιμέλεια, πολύχρωμη, πρωτοκλασάτη καρτουνίστικη αισθητική και ικανοποιητικές επιδόσεις.
Στην έκδοση που παίξαμε εμείς, πριν την κυκλοφορία του τίτλου, είχαμε τη δυνατότητα να δούμε μόνον το mode ευκρίνειας που στοχεύει σε 4Κ με 30 καρέ το δευτερόλεπτο, ενώ στην κυκλοφορία του ο τίτλος θα συνοδεύεται από patch που θα ξεκλειδώσει το mode των 60 FPS, που είναι μία πολύ ταιριαστή επιλογή για παιχνίδι τέτοιου στιλ. Ωστόσο, και με τα 30 καρέ, ο τίτλος δείχνει εξαιρετικός και οι πτώσεις που προκύπτουν σε κάποια σημεία στα οποία γίνεται χαμός από εφέ δεν είναι αρκετές για να μειώσουν τη συνολική εμπειρία αισθητά. Η εικόνα είναι εντυπωσιακή σε κάθε της στιγμή, καταιγιστική, γεμάτη δράση και πυκνές λεπτομέρειες.
Επίσης, το πολυδιαφημισμένο χαρακτηριστικό της αυτόματης αλλαγής περιβάλλοντος μέσω αξιοποίησης των δυνατοτήτων του δίσκου SSD πράγματι κερδίζει της εντυπώσεις, όμως μένει δυστυχώς αποκλειστικά στο τεχνικό κομμάτι, αφού δεν ενσωματώνεται με κάποιον τρόπο στο gameplay. Με λίγα λόγια, πρόκειται για ένα τρικ, ένα gimmick που στοχεύει στη δημιουργία εντυπωσιακών μεταβάσεων που όμοιές τους δεν έχουμε ξαναδεί σε κονσόλα, και όντως η προσπάθεια στέφεται με επιτυχία όσον αφορά στο οπτικό κομμάτι. Θα υπάρξουν καταστάσεις, για παράδειγμα, που, ενώ πολεμάτε ένα boss, θα αλλάξετε πολλές συνεχόμενες φορές τον περίγυρό σας, χωρίς να παρεμβάλλεται αισθητό loading time, και το αποτέλεσμα σε κάθε τέτοια περίπτωση είναι τρομερό.
Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίον γίνονται οι μεταβάσεις αφήνει χώρο για αξιοποίηση σε αυστηρά gameplay όρους, κάτι που τελικά δεν γίνεται σε αξιοσημείωτο βαθμό. Υπάρχουν κάποια τμήματα στα οποία αλλάζουμε κατά βούληση το περιβάλλον για να βρίσκουμε συγκεκριμένα αντικείμενα και διόδους, όμως δεν είναι ιδέα που προσδίδει πολλά στο gameplay, ενώ είναι και η μόνη πατέντα τέτοιου τύπου που επιχειρεί να εντάξει τις δυνατότητες του SSD στον πυρήνα του παιχνιδιού. Παρότι εντυπωσιακό, το στοιχείο των αστραπιαίων loading times είναι χαμένη ευκαιρία καθώς μένει σε επιφανειακό στάδιο εκμετάλλευσης ενώ σε κάποιες στιγμές σπάει η αίσθηση της συνεχούς ροής της περιπέτειας, επειδή εμφανίζεται μαύρη οθόνη μετάβασης από πίστα σε πίστα (αν και η διάρκεια της μετάβασης αυτής είναι αμελητέα, είναι αρκετή για να καταρρεύσει η ψευδαίσθηση).
Όπως και να ‘χει, αν περιμένετε πολλά από το νέο Ratchet & Clank και τον τεχνικό του τομέα, αν ανυπομονείτε να δείτε τη δύναμη του PS5 μέσω του τίτλου της Insomniac, δεν θα απογοητευτείτε. Πρόκειται για ένα από τα πιο όμορφα, καλαίσθητα και εντυπωσιακά παιχνίδια που έχουμε δει μέχρι σήμερα, ένα κόσμημα για τη συλλογή της Sony.
Προσπερνώντας τα τεχνικά, πάμε στο gameplay και το σενάριο που αναμένεται να είναι πιο αμφιλεγόμενα. Το gameplay είναι άρτιο, λειτουργεί σωστά και διασκεδάζει, όμως εμφανίζονται κάποιες ελλείψεις, κυρίως στη δομή. Το βασικό ελάττωμα είναι η απουσία νέων ιδεών που θα μπορούσαν να ανανεώσουν τη δράση και να διατηρήσουν τη διασκέδαση σε υψηλά επίπεδα από την αρχή μέχρι το τέλος. Η διάρκεια του Rift Apart φτάνει τις 10-12 ώρες περίπου και έτσι δεν είναι εύκολο να προκύψει κούραση, όμως, δυστυχώς, ιδίως προς το τέλος, το gameplay αρχίζει να γίνεται μονότονο.
Δεν μιλάμε για ολική βαρεμάρα, για κούραση που μας φτάνει στο σημείο να θέλουμε να κλείσουμε την κονσόλα, όμως σε όλη την έκταση της εμπειρίας οι δραστηριότητες που αναλαμβάνουμε, βασικές και προαιρετικές, είναι απλοϊκές και σε κάποια τμήματά τους εντελώς πανομοιότυπες. Για παράδειγμα, τα bosses είναι ανέμπνευστα, αν και εντυπωσιακά οπτικά, και δεν προσφέρουν τίποτα, από κάποιο σημείο και μετά, γιατί επαναλαμβάνονται συνεχώς. Το ίδιο συμβαίνει με το gameplay συνολικά, αφού δεν εισάγει αρκετές σημαντικές ιδέες για να ταρακουνήσει τον πυρήνα του και να εκπλήξει. Υπάρχουν κάποιες νέες κινήσεις, όμως δεν είναι αρκετές ούτε αρκετά αξιοπρόσεκτες ώστε να ανανεωθεί το franchise επαρκώς. Ως επί το πλείστον, πρόκειται για μία κυκλοφορία που ακολουθεί υπερβολικά πιστά τις επιταγές του παρελθόντος της, μένοντας έτσι εκεί χρονικά, αφού δεν περιλαμβάνει τις εξελίξεις του είδους και έτσι καταλήγει σε αναχρονιστικό σχεδιασμό.
Υπάρχουν και τα κλασικά τμήματα στα οποία χειριζόμαστε τον Clank και λύνουμε γρίφους, τα οποία είναι διασκεδαστικά και αποτελούν ευχάριστο διάλειμμα από την καταιγιστική δράση. Οι γρίφοι είναι εύκολοι γενικά, με κλιμακωτή αύξηση της δυσκολίας αλλά όχι πολλά διαφορετικά μοτίβα, όμως οι εμφανίσεις τους δεν είναι αρκετά συχνές ώστε να κουράζουν και τελικά κρίνονται ως ευχάριστη εναλλακτική δραστηριότητα. Επίσης, εμφανίζεται ακόμη ένα mini game στο οποίο μπαίνουμε σε χακαρισμένα μηχανήματα για να τα «καθαρίσουμε», έχοντας τον έλεγχο μιας μικρής ρομποτικής αράχνης. Αντίθετα με τα τμήματα του Clank, αυτά τα κομμάτια είναι κουραστικά και δεν προσφέρουν τίποτα, αφού αποτελούνται ως επί το πλείστον από shooting, χειρότερο όμως από το βασικό με τον Ratchet.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το σενάριο που, αν και ξεκινά με αρκετό ενδιαφέρον, στην πορεία αφήνεται εντελώς στα κλισέ και τελικά προκύπτει ένα ελαφρώς άψυχο «πακέτο» με πολλά μπλοκμπάστερ χαρακτηριστικά και ευχάριστο χιούμορ που όμως δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει. Οι νέοι χαρακτήρες, η Rivet και κάποιοι ακόμα, είναι πετυχημένοι και καλογραμμένοι, όμως ούτε αυτοί αρκούν για να δώσουν στην πλοκή τη σπίθα που χρειάζεται και δεν αναπτύσσονται όσο πρέπει. Υπάρχει και μετάφραση στα ελληνικά, σε υπότιτλους και μενού, που είναι σε ικανοποιητικό επίπεδο για να δώσει τη δυνατότητα σε άτομα που δεν γνωρίζουν αγγλικά να απολαύσουν τον τίτλο, αλλά δεν είναι ιδανική καθώς εμφανίζονται νοηματικά λάθη εδώ κι εκεί, σε σημεία που αφορούν στην επεξήγηση όρων του gameplay αλλά και σε σεναριακά κομμάτια.
Επίσης, όσο ενδιαφέρουσα και συμπαθητική κι αν είναι η Rivet, το gameplay της είναι εντελώς πανομοιότυπο με εκείνο του Ratchet, κάτι που δίνει την εντύπωση προχειροδουλειάς, η οποία ενισχύεται με την επεξήγηση που επιχειρεί να αιτιολογήσει αυτήν την επιλογή. Τα όπλα, τα λεφτά και ό,τι γενικά μαζεύουμε ως Ratchet, είναι διαθέσιμα αυτούσια όταν παίρνουμε τον έλεγχο της Rivet, με αποτέλεσμα να πλήττεται το εύρος του gameplay και να περιορίζεται η εν δυνάμει ποικιλία που θα μπορούσε να επιτευχθεί.
Ευτυχώς, σε άλλες πτυχές του gameplay η ποικιλία είναι ιδανική. Πρώτο και καλύτερο το οπλοστάσιο, στοιχείο της σειράς που πάντοτε παίρνει κεντρικό ρόλο, και στο Rift Apart είναι εξαιρετικό, γεμάτο με διασκεδαστικά, ευφάνταστα όπλα που δεν μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους και προσφέρουν κάτι διαφορετικό και χρήσιμο σε κάθε περίσταση.
Σημαντική βοήθεια δίνει η αξιοποίηση των δυνατοτήτων του DualSense, μέσω της οποίας οι σκανδάλες του χειριστηρίου αποκτούν διπλές δυνατότητες, ανάλογα με το πόσο τις πιέζουμε. Για παράδειγμα, υπάρχει ένα shotgun που ρίχνει μία σφαίρα με τη σκανδάλη πατημένη ως τη μέση, και δύο συνεχόμενες αν την πιέσουμε ως το τέρμα. Η διπλή φύση των πλήκτρων, που έχει υλοποιηθεί και ενσωματωθεί άριστα, σε συνδυασμό με την απτική ανάδραση που εξομοιώνει την κάθε επιφάνεια αλλά και τη δράση και ενισχύει το immersion αρκετά, είναι λειτουργίες που καθιστούν το DualSense ένα από τα πιο αποδοτικά χειριστήρια όταν πέφτει στα χέρια εταιρείας με έμπνευση και πρόθεση να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις δυνατότητες της τεχνολογίας της Sony.
Εξαιρετική δουλειά έχει γίνει επίσης στις επιλογές προσβασιμότητας, που συνεχίζουν την παράδοση που ξεκίνησε με το The Last of Us Part II δίνοντας τη δυνατότητα για εκτενή παραμετροποίηση σε βάθος, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες ενός ιδιαίτερα μεγάλου φάσματος παικτών.
Τα όπλα φυσικά συνοδεύονται από αναβαθμίσεις με skill trees που είναι ικανοποιητικά και προσθέτουν το στοιχείο της εξατομίκευσης στην προσέγγιση της δράσης, χωρίς τεράστιες διαφοροποιήσεις, αλλά με αρκετές ώστε να έχει νόημα το σύστημα. Πολύ διασκεδαστικοί είναι οι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να συνδυάζουμε τα όπλα μεταξύ τους: μπορούμε να παγώσουμε έναν εχθρό και να τον χτυπάμε με melee επιθέσεις, να ρίξουμε μικρά ρομποτάκια βοηθούς για να αποσπούν τους αντιπάλους όσο χρησιμοποιούμε ένα πιο βραδυκίνητο όπλο, και γενικά υπάρχουν αρκετοί συνδυασμοί των ήδη συναρπαστικών όπλων. Απορίας άξιο είναι, πάντως, γιατί η Insomniac επιμένει να μην δίνει την επιλογή αναβαθμίσεων για το melee όπλο του Ratchet, με αποτέλεσμα να μην θέλουμε να το χρησιμοποιούμε ιδιαίτερα, καθώς δεν αποκτά πόντους εμπειρίας και πάει χαμένη η προσπάθεια.
Ένα ακόμα πρόβλημα που πιθανότατα θα διορθωθεί με patches, είναι η συμπεριφορά των εχθρών. Η ΑΙ είναι φυσικά εντελώς απλού τύπου και βάζει τους αντιπάλους να επιτίθενται με απλούς τρόπους, αλλά σε κάποια σημεία στα οποία καλούμαστε να εξολοθρεύσουμε κάθε εχθρό για να προχωρήσουμε προκύπτουν κολλήματα, με εχθρούς να μένουν μέσα σε κλειστές πόρτες ή κάτω από πλατφόρμες, αναγκάζοντάς μας να κάνουμε reload από checkpoint.
Συμπέρασμα
Σε γενικές γραμμές, βλέπουμε μία Insomniac σίγουρη για τις ικανότητές της σε βαθμό που στηρίζεται απόλυτα στους στιβαρούς μηχανισμούς που έχει στήσει για να μας δώσει ένα παιχνίδι που δυνητικά μπορεί να ικανοποιήσει κάθε τύπο gamer και δύσκολα θα απομακρύνει κόσμο. Ωστόσο, η σιγουριά της εταιρείας δεν είναι εξίσου διάχυτη στο κομμάτι της εξέλιξης, καθώς το Rift Apart μένει στάσιμο είτε το κοιτάξουμε με βάση το franchise στο οποίο ανήκει είτε έχοντας το ευρύτερο είδος ως μέτρο σύγκρισης. Ένα ικανοποιητικό παιχνίδι, διασκεδαστικό και πανέμορφο, με στοιχεία που το καθιστούν σίγουρη επιλογή για μεγάλο μέρος του κοινού, αρκετά άτολμο όμως και ελαφρώς παρωχημένο σχεδιαστικά ώστε να ανέβει στο βάθρο των κορυφαίων PlayStation exclusives.
Βαθμολογία:
Το παιχνίδι μάς παραχωρήθηκε από την εκδότρια εταιρεία για τις ανάγκες του review.