Το όνομα της Tango Gameworks και του Shinji Mikami έχει συνδεθεί άρρηκτα με τα παιχνίδια τρόμου, με το studio να χτίζει το όνομά του μέσω των τίτλων “The Evil Within” και τον Ιάπωνα παραγωγό να συνδέεται από τα μικράτα του με εμβληματικούς τίτλους του είδους, όπως το Resident Evil και το Devil May Cry.
Στο τελευταίο τους εγχείρημα, Tango και Mikami επιστρέφουν με το Ghostwire: Tokyo, ένα Action-Adventure παιχνίδι με Horror επιρροές, που τοποθετεί τον παίκτη σε ένα φρεσκοστοιχειωμένο Τόκιο, με το 99% του πληθυσμού εξαϋλωμένο από μια μυστηριώδη ομίχλη που άφησε πίσω της μόνο τέρατα.
Το νέο παιχνίδι της Tango Gameworks διαφημίζεται ως Action-Adventure με «στοιχεία» τρόμου, τα οποία εν τέλει ψάχνουμε με μικροσκόπιο, στη μεγαλύτερη χαμένη ευκαιρία που είχαμε ποτέ να βιώσουμε ένα τρομακτικό παιχνίδι σε αστικό setting με υπερφυσικές πινελιές.
Ο πρωταγωνιστής Akito είναι ένας εκ των ελαχίστων επιζώντων της ερημωμένης πλέον πρωτεύουσας, χάνοντας τον έλεγχο του σώματός του από το πνεύμα «KK», το οποίο τον καταλαμβάνει πριν φτάσουν σε μια κοινή συμφωνία με όρους: Ο KK θα δώσει τις υπερφυσικές του δυνάμεις στον πρωταγωνιστή, ώστε να σώσει τη μικρή του αδερφή από τον μασκοφόρο κακό του παιχνιδιού, που τυγχάνει να είναι ο στόχος και του πρώτου.
Ο εχθρός μας, που δείχνει να είναι ο υπαίτιος της εισβολής των πνευμάτων, φτιάχνει τον στρατό του από πολλά μυθικά πλάσματα της ιαπωνικής κουλτούρας, αν και δεν έχουν όλα τους κακές βλέψεις. Μερικά εξ αυτών θα μας βοηθήσουν στο έργο μας, πουλώντας μας αντικείμενα ή παραχωρώντας τις δυνάμεις τους πριν τα στείλουμε πίσω στον κόσμο τους.
Έχοντας τη δυνατότητα να επικοινωνούμε με τα εν λόγω πνεύματα, μπορούμε πλέον να βοηθάμε και ανθρώπινες ψυχές που έχουν παγιδευτεί μεταξύ της ζωής και του θανάτου και βασανίζονται από τα εχθρικά πλάσματα στο μεταίχμιο. Κάπως έτσι γεννιούνται οι δευτερεύουσες αποστολές του παιχνιδιού, που ακολουθούμε όταν αφήνουμε το κατόπι του βασικού κακού. Ανάλαφρες κι αστείες κάποιες φορές, ενώ άλλες σκοτεινές και creepy, αυτές οι αποστολές πλαισιώνουν εξαιρετικά τη γενική εξερεύνηση της έρημης πόλης, δίνοντας χαρακτήρα και καταλήγοντας να αποτελούν το πιο δυνατό κομμάτι της εξιστόρησης, σε αντίθεση με τις βασικές αποστολές που δεν πρωτοπορούν σε κάτι, ούτε γλυτώνουν από τα ανατολίτικα κλισέ που έχουμε μάθει από τα περισσότερα anime.
Η εξερεύνηση αυτού του setting είναι δυνητικά το selling point του Ghostwire: Tokyo, αφού σε ελάχιστα παιχνίδια έχουμε τη δυνατότητα να περιηγηθούμε σε μια τόσο λεπτομερή μεταφορά πραγματικής πόλης, με το horror twist των εξαφανισμένων κατοίκων. Σωροί από ρούχα στο σημείο που τους έπιασε η ομίχλη, παρατημένα οχήματα και δραστηριότητες που έμειναν στη μέση, φτιάχνουν όλα μικρές ιστοριούλες που ανακαλύπτουμε σε κάθε γωνιά του χάρτη.
Σε αυτήν τη διαδικασία εξερεύνησης θα μπούμε, έτσι κι αλλιώς, αφού είναι βασικό κομμάτι του gameplay. Σε ειδικά χαρτάκια, συλλέγουμε τις περιπλανώμενες ψυχές για να τις επαναφέρουμε, με την ελπίδα της τελικής νίκης, πίσω στα σώματά τους. Η ομίχλη που μας «τρώει» τη ζωή εξαφανίζεται όταν προσευχόμαστε σε shrines-πύλες και ο χάρτης ανοίγει σιγά σιγά, με ένα μοτίβο που θυμίζει… Ubisoft, με πύργους, συγχρονισμούς και τεράστιες λίστες ολοκλήρωσης και συλλογής ανούσιων (;) πραγμάτων, που κάποιοι ίσως θα απολαύσουν (;).
Ευτυχώς, έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ πιο σύντομο παιχνίδι, περίπου 10-15 ωρών, που δεν θα απαιτήσει πολύ από τον χρόνο σας για την ολοκλήρωσή του, οπότε δεν θα προλάβετε να γκρινιάξετε για την επαναληψιμότητα της διαδικασίας.
Ίσως ενοχληθείτε περισσότερο από τον τρόπο που επαναχρησιμοποιούνται τα ίδια assets, δηλαδή τα ίδια αντικείμενα και τα γραφικά σε πολλά διαφορετικά quests, τις ατάκες που ξεστομίζει ο πρωταγωνιστής και η συντροφιά του ΚΑΘΕ φορά που αγοράζετε κάτι ή ανεβάζετε level και άλλες τέτοιες περιπτώσεις που μας απογοήτευσαν, αφού σε τίτλους τέτοιας κλίμακας θα ήταν προτιμητέα μεγαλύτερη ποικιλία.
Ο χάρτης δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος για τα standards των τίτλων ανοιχτού κόσμου της εποχής μας, όμως έχει τη χαρακτηριστική λεπτομέρεια και την πυκνότητα παιχνιδιών αντίστοιχου setting, όπως τα Yakuza ή τα Persona. Υπάρχουν πραγματικές τοποθεσίες του Τόκιο, που αντιμετωπίζονται ως τουριστικοί προορισμοί, κάτι που ισχύει και για αντικείμενα που μας γιατρεύουν και τα collectibles, αφού αποδίδουν τιμές σε πολλές πτυχές της ιαπωνικής γαστρονομίας και της κουλτούρας.
Γενικότερα, παρά το γεγονός ότι θα έπρεπε να φοβόμαστε κάθε σκοτεινό σοκάκι που διασχίζουμε, υπό τον στενό κλοιό της ομίχλης και των τεράτων που παραμονεύουν, το Ghostwire παραμένει ένα λούνα παρκ με αντιπάλους εκθεσιακού χαρακτήρα και μηδαμινή προσωπικότητα. Με πολύ περιορισμένο εύρος κινήσεων, κάθε κακός κάνει μια-δυο επιθέσεις που μπορούμε να αποφύγουμε με τεράστια ευκολία, τα φαγητά που τρώμε και τα πυρομαχικά βρίσκονται σε αφθονία γύρω μας και τίποτα δε μοιάζει ικανό να μας «ζορίσει». Αυτό ισορροπεί, κάπως, στις μεγαλύτερες βαθμίδες δυσκολίας, όπου δεχόμαστε μεγαλύτερη ζημιά, ωστόσο στο “Normal” τίθεται θέμα ισορροπιών.
Ο Akito, μέσω του KK, αποκτά πρόσβαση σε ένα σετ δυνάμεων που μπορούμε να αναβαθμίσουμε μέσω των skill points που μας φέρνει η εμπειρία των αποστολών και της συλλογής ψυχών. Οι δυνάμεις αυτές βασίζονται σε στοιχεία της φύσης όπως ο άνεμος, το νερό και η φωτιά, ενώ πλαισιώνονται από τη χρήση ενός τόξου και κάποιων φυλαχτών που λειτουργούν σαν tactical βόμβες ακινητοποίησης ή συγκάλυψης. Μια υποτυπώδης ενσωμάτωση stealth, που επιτρέπει τα χτυπήματα σε ανυποψίαστους εχθρούς, αλλά και μια melee επίθεση κλείνουν το σύνολο της δράσης, που, αν και αναβαθμίζεται ελαφρώς με τα upgrades, ωχριά σε ποικιλία και ενδιαφέρον μπροστά σε τίτλους όπως το Horizon ή άλλα action games που ξεχωρίζουν για τους μηχανισμούς μάχης.
Κατά την εξερεύνηση μπορούμε να πιαστούμε με έναν μηχανισμό grappling από ιπτάμενα πλάσματα, να εκτοξευτούμε στον αέρα και να κάνουμε στη συνέχεια glide, βρίσκοντας αρκετά από τα ζητούμενα objectives στις ταράτσες των πολυκατοικιών. Το platforming μέσω του παρκούρ γίνεται απολαυστικό, επίσης, μετά από αρκετές αναβαθμίσεις του και διασώζεται οριακά από τη μετριότητα των υπολοίπων μηχανισμών.
Αισθητικά, το Ghostwire πλήττεται σημαντικά από την επαναχρησιμοποίηση των assets που αναφέραμε ήδη, αν και μαγεύει με την καλλιτεχνική προσέγγιση, τον φωτισμό και τη συνολική αίσθηση που αφήνει στον παίκτη. Ως λάτρεις της ιαπωνικής κουλτούρας, βρήκαμε στοιχεία που εκτιμήσαμε και που μας έλειπαν από αντίστοιχα projects, τα οποία τοποθετούνται στην ίδια πόλη, χωρίς να αξιοποιούν στο έπακρο τις δυνατότητες.
Τεχνικά, δεν έχουμε να δώσουμε επαίνους, όμως μας εξέπληξε μια ευρεία γκάμα επιλογών απεικόνισης και επιδόσεων. Το Quality Mode σάς κλειδώνει στα 30 FPS εφαρμόζοντας τεχνικές Ray Tracing, το Performance ρίχνει την ανάλυση για να… προσπαθήσει να κλειδώσει στα 60 (ανεπιτυχώς σε κάποιες περιπτώσεις), ενώ 4 ακόμα (!) επιλογές διαπραγματεύονται την ποιότητα και το frame rate, ώστε να κάνετε τις εκπτώσεις που αντέχετε με στόχο υψηλότερους ρυθμούς σε συνδυασμό με V-Sync, κάτι που δεν συνηθίζουμε να βλέπουμε στις κονσόλες.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών, τόσο στα ιαπωνικά όσο και στα αγγλικά ήταν φανταστικές, ενώ ο ήχος στο PlayStation 5 με τα ακουστικά Pulse 3D και την κατευθυντικότητα του ήχου έκαναν τη διαφορά. Ταυτόχρονα, το χειριστήριο του PS5, DualSense, αποδίδει φανταστικά τα όσα συμβαίνουν επί της οθόνης με την απτική ανάδραση, αλλά και σκανδάλες που προσαρμόζουν τη σκληρότητα στο πάτημα.
Το HUD, με τις αμέτρητες πληροφορίες στην οθόνη μάς αποθάρρυνε στην αρχή και θα θέλαμε να δούμε μια πιο διακριτική ενσωμάτωση των οργάνων ελέγχου στόχων και πυρομαχικών ή ακόμα και την πιο σύντομη απόσυρσή τους από την οθόνη όταν δεν χρησιμεύουν. Ευτυχώς, μπορείτε να αφαιρέσετε χειροκίνητα αυτά τα στοιχεία, όμως η αφαίρεσή τους σημαίνει ότι θα χάνετε σημαντικά prompts του παιχνιδιού εδώ κι εκεί. Και πάλι όμως, είναι προτιμότερο.
Συμπέρασμα
Το Ghostwire: Tokyo έχει ένα πολύ δυνατό όπλο στη φαρέτρα του και αφορά στο ίδιο το concept, που είναι ικανό να μαγνητίσει πολλούς παίκτες, παρά τη μέτρια υλοποίηση των μηχανισμών και του τεχνικού μέρους του. Θέτει πάντως σταθερές βάσεις για κάποιο ενδεχόμενο ικανότερο sequel.
Βαθμολογία
Πληροφορίες
Τίτλος: Ghostwire: Tokyo
Διαθέσιμο σε: PlayStation 5, PC
Δοκιμάστηκε σε: PlayStation 5
Εταιρεία Ανάπτυξης: Tango Gameworks
Εκδότρια Εταιρεία: Bethesda Softworks
Είδος: Action-Adventure / First-person
Ημ/νία Κυκλοφορίας: 25 Μαρτίου 2022
Ηλικίες: 12+
Το παιχνίδι μάς παραχωρήθηκε από την εκδότρια εταιρεία για τις ανάγκες του review.