Του Βασίλη Τατσιόπουλου
 

Το Death’s Door αποτελεί έκπληξη, καθώς δεν ανήκει στις κατηγορίες παιχνιδιών στις οποίες θα το κατατάσσαμε έχοντας δει τα trailers πριν την κυκλοφορία του. Μοιάζει σίγουρο πως θα παίξουμε έναν roguelike τίτλο, ή ένα Souls-like, ή κάτι παρόμοιο τέλος πάντων, όμως η πραγματικότητα διαφέρει, αφού έχουμε ένα πιο απλό, παραδοσιακό παιχνίδι μάχης/εξερεύνησης. 
 

 

Ας τα βγάλουμε απ’ τη μέση γρήγορα: το Death’s Door δεν είναι πανδύσκολο. Είναι απαιτητικό σε σημεία, έχει και κάποιες άνισες αυξομειώσεις δυσκολίας, αλλά σε γενικές γραμμές είναι βατή εμπειρία. Δεν πρόκειται για roguelike, δεν χάνετε τίποτα κάθε φορά που πεθαίνετε, ζωντανεύουν βέβαια οι εχθροί αλλά υπάρχουν συχνά checkpoints και shortcuts για να μην προκύπτει εκνευρισμός. Δεν είναι, λοιπόν, ένα Souls-rogue-like, αλλά παίρνει κάποιες από τις αρχές των ειδών αυτών και τις ενσωματώνει σε ένα πιο εύκολο gameplay, που απευθύνεται σε μεγαλύτερο εύρος παικτών. Zelda-like με στοιχεία από souls; Κάτι τέτοιο. 
 

Επίσης, το Death’s Door είναι πιο φιλικό και όσον αφορά την αισθητική του απεικόνιση σε σχέση με τα περισσότερα Souls-likes, αφού το σενάριο και ο κόσμος του έχουν χιουμοριστικά στοιχεία. Εμείς, έχουμε τον ρόλο ενός κορακιού, που είναι επιφορτισμένο με ρόλο παρόμοιο του Χάρου, να «θερίζει» τις ψυχές δηλαδή, να τις οδηγεί στον άλλον κόσμο. Όμως, η υπόθεση ξεκινά όταν κάποιος κλέβει μία ψυχή που έχει αναλάβει ο φτερωτός ήρωάς μας, και εμείς πρέπει φυσικά να την εντοπίσουμε, μπαίνοντας σε μία ιστορία γεμάτη μυστήριο και ενδιαφέροντες χαρακτήρες, σε έναν κόσμο όπου ο θάνατος δεν έχει πια επιρροή.

Η πλοκή είναι διασκεδαστική, καλογραμμένη, και μας ταξιδεύει σε συναρπαστικά μέρη συνεχώς. Θα πάμε σε βάλτους, χιονισμένα μπουντρούμια, σε νεκροταφεία αλλά και στο σπίτι μιας μάγισσας, και όλα αποτελούν εξαιρετικά dungeons για εξερεύνηση. Πολύ μεγάλη βοήθεια δίνει το αψεγάδιαστο level design, που είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο, γεμάτο μυστικά και shortcuts για να ξεκλειδώσουμε. Η εξερεύνηση είναι πραγματική απολαυστική, και αξιοποιεί ιδανικά τις αρχές των metroidvania παιχνιδιών, για να μας δώσει έναν πυκνό, αξιομνημόνευτο χάρτη, που ανοίγει σιγά-σιγά, όσο προχωρούμε, σε ύφος παρόμοιο των The Legend of Zelda.

Δυστυχώς, η απουσία χάρτη ή οδηγιών είναι αισθητή σε κάποια σημεία, αφού χανόμαστε ενώ ξέρουμε που θέλουμε να πάμε, επειδή δεν είναι εύκολη η απομνημόνευση του πολύπλοκου κόσμου του Death’s Door. Κάθε φορά που χάνουμε ξεκινάμε από την αρχή της κάθε «πίστας», ωστόσο τα shortcuts είναι πάρα πολλά και βρίσκονται συνεχώς μπροστά μας, διαιρώντας έτσι τα επίπεδα σε μικρότερα κομμάτια, με αλάνθαστο τρόπο. Μόνο σε μερικά σημεία υπάρχουν κάποια ελαττώματα, καθώς εμφανίζονται spikes δυσκολίας και καταλήγουμε να χάνουμε αρκετές φορές και να επαναλαμβάνουμε ένα τμήμα της πίστας συνεχώς.
 

Οι μάχες, αν εξαιρέσουμε τα κάπως εκνευριστικά spikes που ρίχνουν πάνω μας τεράστιους αριθμούς εχθρών, είναι πολύ ευχάριστες. Βασίζονται στο dodge-hit σύστημα, με τούμπες και χτυπήματα με σπαθιά και τόξα, μεταξύ άλλων, αλλά και στην ικανότητά μας να διαβάζουμε τις κινήσεις των εχθρών, αφού πρώτα μάθουμε και κατανοήσουμε τα μοτίβα τους, που είναι επαρκώς ξεκάθαρα και χαρακτηρίζονται από αρκετή ποικιλία.

Οι μονομαχίες είναι γρήγορες και συναρπάζουν συχνά, ειδικά στα boss fights –εκτός από ένα που είναι επαναλαμβανόμενο και διαρκεί πιο πολύ από όσο πρέπει. Δυστυχώς, τα εργαλεία που μας δίνονται δεν είναι εξίσου συναρπαστικά, αφού έχουμε λίγα όπλα, αραιά τοποθετημένα στο παιχνίδι, τα οποία μάλιστα δεν είναι ιδιαίτερα ευφάνταστα: ένα γρήγορο σπαθί, ένα αργό αλλά πιο δυνατό και ένα πιο αργό αλλά ακόμα πιο δυνατό (δεν είναι αυτά όλα, όμως τα όπλα μας, melee και ranged, δεν διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους για να είναι αξιοσημείωτα).
 

Ακόμα, υπάρχουν upgrades, που όμως δεν είναι ικανοποιητικά επειδή δεν κάνουν αρκετά αισθητή διαφορά και δεν έχουν ιδιαίτερο νόημα. Τέλος, η μάχη, αλλά και η εξερεύνηση, πλήττονται ελαφρώς από το όχι ιδανικό σύστημα χειρισμού που, ειδικά όταν χτυπάμε από μακριά, δεν αποδίδει όσο θα θέλαμε, με αποτέλεσμα να αστοχούμε ή να ακυρώνουμε την επίθεσή μας χωρίς να το θέλουμε. Στην εξερεύνηση, υπάρχουν στιγμές που θα πέσουμε στο κενό επειδή η κίνηση στον χώρο είναι κάπως άγαρμπη –για παράδειγμα, όταν ανεβαίνουμε σε πλατφόρμες που κινούνται όταν χτυπάμε τις άκρες τους, είναι πολύ επικίνδυνο να πέσουμε επειδή ο χαρακτήρας μας με κάθε του επίθεση κινείται λίγο προς τα εμπρός.

Σε γενικές γραμμές, πάντως, πρόκειται για ένα καλοφτιαγμένο, καλογυαλισμένο παιχνίδι, που προσφέρει σίγουρη διασκέδαση παραλλάσσοντας και συνδυάζοντας καθιερωμένα συστήματα. Υπάρχουν και μερικές ιδιαίτερα εύστοχες ιδέες που λειτουργούν άψογα, με λαμπρό παράδειγμα την μπάρα της ζωής και της ενέργειας για ειδικές επιθέσεις.

Η ζωή, αντί να γεμίζει με potions που κουβαλάμε και ξαναγεμίζουμε, ακολουθεί πιο ενδιαφέρουσα δομή. Ψάχνοντας τα επίπεδα, βρίσκουμε σπόρους τους οποίους φυτεύουμε σε συγκεκριμένα σημεία που μετά λειτουργούν ως healing spots, και μας θεραπεύουν μία φορά σε κάθε προσπάθεια, για να ανανεωθούν δηλαδή όταν χάσουμε και ξαναπαίξουμε. Πρόκειται για ένα έξυπνο σύστημα που μας βάζει να σκεφτούμε κάθε φορά αν αξίζει να χαλάσουμε τους σπόρους μας, αν είναι καλό το σημείο ή όχι, αν μας συμφέρει δηλαδή ή αν πρέπει να τους κρατήσουμε για μετά.

Επίσης, η ενέργεια που σπαταλάμε για να ρίξουμε μαγεία ή βέλη, ανανεώνεται όσο χτυπάμε με melee επιθέσεις, είτε εχθρούς είτε αντικείμενα του χώρου. Έτσι, αν θέλουμε να χτυπάμε τους αντιπάλους μας από μακριά, πρέπει να ζυγίζουμε τις επιθέσεις κατάλληλα, γιατί όταν αδειάσει η μπάρα θα πρέπει να πλησιάσουμε σε μάχη σώμα με σώμα για να γεμίσουμε την ενέργεια. Είναι ένα ευέλικτο σύστημα, σωστά στημένο και προσεγμένο, και ενισχύει την ταχύτητα και την ανάγκη για στρατηγική στις μάχες. Εκτός από μονομαχίες και εξερεύνηση, θα βρούμε και περιβαλλοντικούς γρίφους, που είναι εύκολοι αλλά πετυχημένοι και εμπνευσμένοι.

Η ατμόσφαιρα του Death’s Door είναι ένα από τα δυνατά του σημεία, με πανέμορφα σχέδια και χρώματα σε περιβάλλοντα και χαρακτήρες, ιδιαίτερα αποδοτικό character design, οπτικά εφέ που κερδίζουν τις εντυπώσεις και ιδιόμορφο, αξιοσημείωτο στήσιμο του κόσμου. Τα animations είναι επίσης πετυχημένα, ομαλά και γεμάτα χαρακτήρα, και το μόνο ψεγάδι που παρατηρείται στον οπτικό τομέα είναι κάποια frame drops σε σημεία με αρκετή δράση (σε Xbox One, όπου παίξαμε τον τίτλο).
 

Η μουσική επίσης ακολουθεί, με ατμοσφαιρικές μελωδίες που δεν χαράσσονται στο μυαλό αλλά αποτελούν ιδανικό υπόβαθρο και είναι ιδιαίτερες, όπως και οι πίστες που «ντύνουν». Μια ιδιαίτερα όμορφη πινελιά βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίον αντιλαμβανόμαστε πόση ζημιά έχουμε προκαλέσει σε έναν εχθρό: δεν βλέπουμε μπάρες ή κάτι παρόμοιο, αλλά ουλές και κοψίματα που φωσφορίζουν πάνω στα σώματα των αντιπάλων, και μας δίνουν κατά προσέγγιση το damage που έχουμε πετύχει.

Τελικά, το Death’s Door είναι ένα πολύ συμπαθητικό, ατμοσφαιρικό, πανέμορφο παιχνίδι, μεγάλο βήμα προς τα εμπρός για την εταιρεία μετά το –επίσης αξιόλογο- Titan Souls, και μία εμπειρία που θα διασκεδάσει λάτρεις του ευρύτερου είδους και θα προσφέρει μία πολύ διασκεδαστική και αξιομνημόνευτη εμπειρία που διαρκεί περίπου 8 ώρες. Προτείνεται ανεπιφύλακτα σε λάτρεις της μάχης, της εξερεύνησης, των rogue-souls-likes, των action RPGs και της δομής των metroidvania. Περιμένουμε μεγάλα πράγματα στο μέλλον από την εταιρεία αυτήν, καθώς έκανε ήδη την αρχή και μπήκε για τα καλά στο «ραντάρ» μας.
 

Βαθμολογία

Πληροφορίες‌

Τίτλος:‌ Death’s Door
Διαθέσιμο‌ ‌σε:‌ PC, Xbox One, Xbox Series X|S
Δοκιμάστηκε‌ ‌σε:‌ Xbox One
Εταιρεία‌ ‌Ανάπτυξης:‌ Acid Nerve
Εκδότρια‌ ‌Εταιρεία:‌ Devolver Digital
Είδος:‌ Action-adventure
Ημ/νία‌ ‌Κυκλοφορίας:‌ 20 Ιουλίου 2021

Το παιχνίδι μάς παραχωρήθηκε από την εκδότρια εταιρεία για τις ανάγκες της παρουσίασης.