Του Βασίλη Τατσιόπουλου

Πληροφορίες‌

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τίτλος:‌ Deadly Premonition 2: A Blessing in Disguise
Διαθέσιμο‌ ‌σε:‌ Nintendo Switch
Δοκιμάστηκε‌ ‌σε:‌ Switch
Εταιρεία‌ ‌Ανάπτυξης:‌ Toybox
Εκδότρια‌ ‌Εταιρεία:‌ Rising Star Games
Είδος:‌ Adventure, Action
Ηλικίες:‌ ‌‌16+‌ ‌
Ημ/νία‌ ‌Κυκλοφορίας:‌ 10 Ιουλίου 2020
 

 

Το πρώτο Deadly Premonition είναι ένα από τα πιο παράξενα παιχνίδια που έχουν κυκλοφορήσει ποτέ και μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εμπειρίες που έχει προσφέρει το μέσο των video games. Μία ασυμβίβαστη δημιουργία, που βασίστηκε στο Twin Peaks και μας έδωσε ένα παράταιρο σύμπαν γεμάτο με αλλόκοτους χαρακτήρες. Ήταν ένας συνδυασμός τρόμου/κωμωδίας, γεμάτος λάθη και ελλείψεις, όμως τελικά δούλευε και είχε κάτι να πει.
 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μετά από δέκα χρόνια, όσο κι αν δεν θα το φανταζόμουν ποτέ, ήρθε η ώρα να παίξω τη συνέχεια του Deadly Premonition. Αυτό που θα ήθελα από το σίκουελ είναι να πάρει όλα τα στοιχεία που έκαναν το πρώτο παιχνίδι να ξεχωρίζει, και να τα εξελίξει, χωρίς να χαθεί η ιδιόμορφη ταυτότητά του. Τελικά, το Deadly Premonition 2: A Blessing in Disguise δεν κάνει ακριβώς αυτό.
 

Στην ουσία πρόκειται για ένα σίκουελ και ένα πρίκουελ μαζί, καθώς βλέπουμε τον πρωταγωνιστή, τον πράκτορα Francis York Morgan, μετά τα γεγονότα του πρώτου, αλλά και πριν, σε δύο παράλληλες ιστορίες. Στη μία, έχουμε μία νέοφερμένη χαρακτήρα, επίσης πράκτορα του FBI, στο σπίτι του Morgan να εξετάζει τι συνέβη σε κάποια παλιά υπόθεση που είχε αναλάβει εκείνος. Στην άλλη περίπτωση, παίζουμε ως Morgan όταν συνέβη αυτή η υπόθεση. Αυτή η σπασμένη στα δύο αφήγηση έχει ενδιαφέρον και ξεκινάει δυνατά την πλοκή. Μάλιστα, φαίνεται ξεκάθαρα η διττή φύση του Deadly Premonition, καθώς στο μεταγενέστερο σενάριο επικρατεί ένας πιο σκοτεινός τόνος, ενώ στην άλλη ιστορία κυριαρχεί η ανάλαφρη προσωπικότητα του York.
 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Είναι λογικό, μάλιστα, καθώς δεν πήγε στην πόλη αυτή, στον βαθύ νότο της Αμερικής, για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Ο Morgan ήταν σε διακοπές και τριγυρνούσε με το… πατίνι του, όταν έπεσε πάνω σε μία υπόθεση δολοφονίας και αποφάσισε να αναλάβει τα ηνία της έρευνας. Από την πρώτη στιγμή, ο πρωταγωνιστής είναι απίστευτα απολαυστικός. Κάθε του ατάκα είναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου, συνεχίζει να μιλάει για άσχετα θέματα και να αναλύει κινηματογραφικές ταινίες στις πιο άκυρες στιγμές, ενώ αυτήν τη φορά είναι πιο χαλαρός και συμπαθής. Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για έναν από τους πιο ενδιαφέροντες, καλογραμμένους και ιδιαίτερους χαρακτήρες που έχουμε δει σε όλη την ιστορία του gaming, ένα μεγαθήριο παραξενίας, ένα τοτέμ του weirdness που βρίσκει όμοιό του μόνον στον πράκτορα Dale Cooper του Twin Peaks.
 

Ακόμα, αυτήν τη φορά ο ηθοποιός που ενσαρκώνει τον York έχει κάνει τεράστιο άλμα και δίνει μία καθόλα βελτιωμένη ερμηνεία σε σχέση με αυτήν του πρώτου παιχνιδιού. Δεν είμαι σίγουρος γιατί συμβαίνει αυτό· κάπου διάβασα πως ο δημιουργός του Deadly Premonition πλέον έχει μάθει καλύτερα αγγλικά και έτσι υπήρξε πιο σωστή συνεννόηση. Όπως και να ‘χει, είτε πρόκειται για απλή εξάσκηση με τα χρόνια, για κάποια ξόρκι ή για πιο πετυχημένη σκηνοθεσία, ο Francis York Morgan δίνει τα ρέστα του και είναι υπέροχος σε κάθε σκηνή. Γενικότερα, το voice acting των υπόλοιπων χαρακτήρων είναι πιο αξιόλογο, αλλά και πιο βαρετό ταυτόχρονα, αφού έχει χάσει το ιδιαίτερο «χρώμα» και τη μοναδικότητά του.
 

Η νέα πόλη που καλείται να εξερευνήσει ο York αφήνει πίσω της τη βαριά, ομιχλώδη αίσθηση που συνηθίσαμε στο πρώτο παιχνίδι, και πάει σε βάλτους με αλιγάτορες, ηλιόλουστες γειτονιές με χαμηλά σπίτια και ξόρκια βουντού. Το κλίμα είναι πολύ διαφορετικό και πάντοτε πιο ανάλαφρο. Μάλιστα, δυστυχώς, αυτή η αλλαγή περνά παντού και επηρεάζει και το gameplay. Πλέον, το Deadly Premonition δεν είναι παιχνίδι τρόμου. Είναι μια χαλαρή περιπετειούλα σε ανοιχτό κόσμο, γεμάτη χιούμορ και παράξενους χαρακτήρες, χωρίς όμως καθόλου horror, επιβίωση, άγχος και ένταση. Η παράλληλη, σκοτεινή διάσταση επιστρέφει, όμως δεν μας βάζει να αντιμετωπίσουμε τρομακτικά ζόμπι. Τώρα, παλεύουμε χρησιμοποιώντας ένα όπλο που ονομάζεται «κύριος αλιγάτορας», και οι εχθροί μας είναι παράξενες φιγούρες που μοιάζουν με εικονογραφήσεις τράπουλας.
 


 

Οι πίστες στις οποίες παίζουμε, όταν δεν κυκλοφορούμε στον ανοιχτό κόσμο της πόλης, έχουν αλλάξει αρκετά επίσης. Δεν θα εξερευνήσουμε στοιχειωμένα σημεία της πόλης. Δεν θα πάμε σε νοσοκομεία που έχουν αλλάξει όψη. Στο Deadly Premonition 2, παίζουμε συνεχώς την ίδια ακριβώς πίστα, λίγο μεγαλύτερη κάθε φορά. Είναι ολόιδια εικαστικά. Έχει την ίδια ακριβώς μουσική. Οι τύποι εχθρών είναι ελάχιστοι. Δεν υπάρχουν όπλα, όπως του πρώτου παιχνιδιού. Παίζουμε την ίδια πίστα, με την ίδια μουσική, τους ίδιους σχεδόν διαδρόμους, τον ίδιο στόχο. Χρησιμοποιούμε το ίδιο όπλο, με upgrades που είναι σχεδόν ανούσια, καθώς το παιχνίδι είναι πανεύκολο και χαρίζει απλόχερα γιατρικά και σφαίρες.
 

Δεν υπάρχουν σκηνικά όπως οι συναντήσεις με τον Raincoat Killer, που μας έψαχνε και κρυβόμασταν σε ντουλάπες. Δεν θα κρατήσουμε την αναπνοή μας μέχρι να περάσουν οι εχθροί. Τώρα, τρέχουμε σε πανομοιότυπους διαδρόμους και πυροβολούμε στο ψαχνό, με ένα σύστημα shooting που είναι βελτιωμένο σε σχέση με του πρώτου, όχι όμως αρκετά καλό σε σχέση με όλων των υπόλοιπων παιχνιδιών. Το gameplay σε αυτές τις πίστες είναι εντελώς βασικού τύπου και δεν προσφέρει τίποτα. Στο πρώτο παιχνίδι υπήρχαν πολύ περισσότερα ατοπήματα, όμως ταυτόχρονα και πιο πολλές ιδέες. Τώρα, έχουμε ένα άψυχο shooter, χωρίς ιδέες, χωρίς ενδιαφέρον, που δεν ξεχωρίζει καθόλου και δεν κάνει τίποτα ιδιαίτερο.
 

Τέλος, εμφανίζεται ένα πάρα πολύ εκνευριστικό bug που μας αφαιρεί τη δυνατότητα να κάνουμε οποιαδήποτε ενέργεια εκτός από το να κινούμαστε στον χώρο, και έτσι αδυνατούμε να ανοίξουμε πόρτες για παράδειγμα, και δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Με ένα load φτιάχνει, όμως δεν υπάρχει συνεχές autosave και έτσι πάμε αρκετά πίσω, ενώ το πρόβλημα εμφανίζεται συχνά. Παραμένουν οι ιδιαιτερότητες όπως το ότι πρέπει να τρώμε, να καθαρίζουμε τα ρούχα μας, να πίνουμε καφέ και να κοιμόμαστε, όμως δεν εξελίσσονται καθόλου και δεν έχουν κάτι νέο να δείξουν, δέκα χρόνια μετά.
 

Ευτυχώς, οι action πίστες είναι λίγες, εύκολες και δεν διαρκούν πολύ. Δυστυχώς, όμως, στο υπόλοιπο παιχνίδι κυκλοφορούμε σε μία άδεια πόλη και κάνουμε ανούσια fetch quests, ενώ τα γραφικά είναι απίστευτα παλιομοδίτικα και οι τεχνικές επιδόσεις απαίσιες. Και το πρώτο Deadly Premonition, βέβαια, δεν ήταν τεχνολογικό θαύμα. Πάλι, όμως, οι ελλείψεις καλύπτονταν με ταιριαστούς τρόπους και κατάφερναν ακόμα και να βοηθήσουν την ατμόσφαιρα. Στο σίκουελ, η εικόνα είναι πραγματικά τραγική. Τα frames πέφτουν τόσο πολύ που η κατάσταση γίνεται ανυπόφορη, τα textures είναι ανεπίτρεπτα θολά και το pop-in δεν έχει προηγούμενο. Ήταν αρκετές οι φορές που ήθελα να κλείσω την κονσόλα μόνο και μόνο εξαιτίας των πτώσεων στα frames, που ήταν απίστευτα ενοχλητικές στους εξωτερικούς χώρους της πόλης.
 

Οι ρουτίνες των NPCs που κυκλοφορούν είναι εντελώς βασικές και σε καμία περίπτωση δεν δημιουργείται η ψευδαίσθηση πως είναι ζωντανοί άνθρωποι, ούτε καν με παράταιρο τρόπο. Επίσης, οι χαρακτήρες είναι λιγότεροι από του πρώτου παιχνιδιού, πολύ πιο αδιάφοροι, και έχει περιοριστεί αρκετά το κομμάτι της κοινωνικοποίησης μαζί τους, καθώς αυτήν τη φορά το σενάριο είναι πιο επικεντρωμένο στο βασικό μυστήριο και δίνει χρόνο και προσοχή σε συγκεκριμένα άτομα. Ο York δεν έχει πια αμάξι και μετακινείται με skateboard -μία χαριτωμένη λεπτομέρεια, που τελικά όμως σπάει το immersion.
 

Στο προηγούμενο παιχνίδι μετακινούμασταν με αμάξι και ο τρόπος κίνησης, η ανάγκη για συντήρηση του οχήματος και για προσοχή στους δρόμους, η συνεχής επικοινωνία με τους χαρακτήρες και οι ρουτίνες τους, μας έβαζαν εντελώς μέσα στον κόσμο του παιχνιδιού. Εδώ, δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Δεν ένιωσα πως κυκλοφορούσα σε μία ζωντανή, παράξενη πόλη, αλλά πως πήγαινα από το ένα σημείο στο άλλο για να ολοκληρώσω -βαρετές- αποστολές.
 

Ακόμα, ένα από τα πιο ενοχλητικά χαρακτηριστικά του τίτλου είναι οι μονόλογοι του πρωταγωνιστή που, αν και απολαυστικοί, επαναλαμβάνονται συνεχώς όσο κυκλοφορούμε στην πόλη, και καταλήγουν να μην αντέχονται. Έτσι, αναρωτιέται κανείς για ποιόν λόγο έπρεπε να υπάρχει ένας μεγάλος ανοιχτός κόσμος, ή ένας ανοιχτός κόσμος γενικότερα, αφού δεν προσφέρει πολλά, και μάλιστα αφαιρεί…
 

Η ίδια η ιστορία είναι γνώριμη, καθώς και πάλι βασίζεται στη δολοφονία μιας νεαρής γυναίκας και στη συνέχεια προσπαθεί να εξερευνήσει την έννοια της ταυτότητας με υπόβαθρο κάποια ιδιόρρυθμη επαρχία της Αμερικής. Υπάρχουν αρκετές παράξενες αποστολές: κάποια στιγμή, ο York πρέπει να πάει σε ένα μυστικιστικό κατάστημα και να αγοράσει μία φιγούρα αλιγάτορα που φορά καπέλο, να τη βάλει μπροστά από το σπίτι μιας γιαγιάς που παίζει συνεχώς μπόουλινγκ ώστε να μην πάει την επόμενη ημέρα να παίξει (για κάποιον λόγο…), ώστε να πάρει ο ίδιος τη θέση της και να κάνει strike επειδή το είδε σε όραμα. Ο York μένει σε ένα ξενοδοχείο που το «τρέχει» ο ίδιος άνθρωπος, σε όλα τα πόστα, όμως δεν φαίνεται να το αντιλαμβάνεται κανείς. Γενικά, υπάρχουν ενδιαφέροντα σημεία, όμως εμφανίζονται σπάνια και το gameplay δεν συμβαδίζει καθώς αποτελείται από συνεχόμενα fetch quests, βαρετά shooting κομμάτια και από εντελώς γραμμικά investigation τμήματα.
 

Επίσης, η ιστορία συνολικά είναι ανούσια, φλύαρη και δεν προσθέτει τίποτα ουσιαστικό σε όσα έχτισε το πρώτο παιχνίδι. Από ένα σημείο και μετά, ειδικά, παραμερίζονται οι χαρακτήρες και οι σχέσεις τους και έχουμε ένα ξερό fantasy action b-movie σενάριο, που είναι εντελώς απογοητευτικό. Επίσης, η μουσική είναι πιο ταιριαστή, δεν σκεπάζει τις φωνές και γενικά οι μελωδίες είναι πιο εύπεπτες και «σωστές», όμως και πάλι με αυτήν τη βελτίωση πλήττεται η προσωπικότητα του παιχνιδιού και στο τέλος έχουμε και στο soundtrack, όπως και σχεδόν σε κάθε πτυχή, ένα αδιάφορο αποτέλεσμα, που είναι επιφανειακά weird και δεν έχει καμία ουσία και κανένα βάθος.
 

Συμπέρασμα
 

Ο υπέροχος agent Morgan σώζει ελαφρώς την κατάσταση και δίνει έναν λόγο στους φανς του πρώτου τίτλου να ασχοληθούν. Για τους υπόλοιπους, δεν υπάρχει τίποτα εδώ. Το προηγούμενο Deadly Premonition είχε πολλά λάθη, όμως ήταν βαθιά παράξενο και πολύ ιδιαίτερο, με μοναδικό τρόπο. Το δεύτερο είναι επιφανειακό και δεν είναι καν τόσο κακό ώστε να είναι καλό. Είναι απλώς κακό ως επί το πλείστον, και η παραξενιά δεν αποτελεί -και δεν πρέπει να αποτελεί- δικαιολογία για να είμαστε ελαστικοί με παιχνίδια που έχουν τόσα προβλήματα και ελλείψεις. Πρόκειται για ένα σίκουελ που δεν έχει τίποτα να προσθέσει στον προκάτοχό του, ενώ καταφέρνει να αφαιρέσει πολλά. Τραγικό τεχνικά, weird μόνο στην επιφάνεια, σχεδιασμένο με δεδομένα άλλης εποχής, χωρίς όμως τη γοητεία της. Για ‘μένα, η απογοήτευση της χρονιάς.

Βαθμολογία:    5/10

Το παιχνίδι μάς παραχωρήθηκε από την εκδότρια εταιρεία για τις ανάγκες του review.

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης