Πληροφορίες
Τίτλος: Black Mirror
Διαθέσιμο σε: PC / PlayStation 4 / Xbox One
Δοκιμάστηκε σε: PlayStation 4
Εταιρεία Ανάπτυξης: King Art Games
Εκδότρια Εταιρεία: THQ Nordic
Είδος: Adventure
Ηλικίες: 18+
Ημ/νία Κυκλοφορίας: 28 Νοεμβρίου 2017
Τα point and click adventures είναι ένα είδος παιχνιδιών που είδε την άνθισή του τη δεκαετία του 1990 με τίτλους όπως τα Monkey Island, το Grim Fandango, το Broken Sword και The Longest Journey, ανάμεσα σε άλλα. Τα παιχνίδια αυτά χαρακτηρίζονται από αργό gameplay που στηρίζεται στην παρατήρηση και τη σκέψη-ανάλυση, καθώς κύρια στοιχεία τους είναι η εξερεύνηση, η αναζήτηση αντικειμένων και η επίλυση γρίφων. Το άλλο γνώρισμα που τα διακρίνει είναι η έμφαση στο σενάριο· έχουμε ζήσει πολλές και αξιομνημόνευτες ιστορίες μέσα από adventure παιχνίδια. Μετά τη δεκαετία του ’90, το είδος άρχισε να χάνεται κάτω από το βάρος πιο γρήγορων παιχνιδιών, με καλύτερα γραφικά και πιο έντονη δράση. Η τελευταία δεκαετία, όμως, έφερε ξανά τα adventure games στο προσκήνιο, με πιο κλασικές δημιουργίες όπως τα Thimbleweed Park, τα παιχνίδια της σειράς Blackwell και το Broken Age του Tim Schafer, αλλά και μερικά άλλα που διαφοροποίησαν τη συνταγή και έφεραν νέα δεδομένα, όπως το Heavy Rain και τα παιχνίδια της Telltale.
Ένα από τα adventures που κυκλοφόρησε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 -μετά την χρυσή εποχή του είδους- και πέρασε κάπως απαρατήρητο, ήταν το The Black Mirror που κυκλοφόρησε το 2003 και απέκτησε μερικές συνέχειες. Πρόκειται για ένα κλασικό point and click adventure με πολύ σκοτεινό κλίμα και σενάριο, το οποίο δεν έγινε πολύ γνωστό, αλλά ήταν αρκετά αξιόλογο. Τώρα, η THQ Nordic μας φέρνει μια νέα εκδοχή του τίτλου έχοντας την King Art Games ως developer, με το reboot που ονομάζεται Black Mirror. Το reboot δανείζεται πολλά στοιχεία από το πρωτότυπο, όμως έχει νέο σενάριο και διαφορετικό gameplay.
Βρισκόμαστε στη Σκωτία το έτος 1926. Ο David Gordon, ο πρωταγωνιστής του παιχνιδιού, επισκέπτεται το πατρικό του σπίτι για πρώτη φορά στη ζωή του, αφού ήταν απομακρυσμένος από την οικογένειά του. Επιστρέφει μετά την είδηση του χαμού του πατέρα του, ο οποίος αυτοκτόνησε. Ο David δεν τον γνώριζε καλά, όμως η είδηση τού έρχεται απότομα και θεωρεί πως κάτι ύποπτο κρύβεται πίσω από το γεγονός. Πηγαίνει στο σπίτι με την πρόφαση του διακανονισμού της κληρονομιάς, ώστε να μάθει περισσότερα για το μέρος όπου μεγάλωσε ο πατέρας του και άλλοι πρόγονοί του, καθώς και για τους ίδιους αλλά και για το μυστήριο της αυτοκτονίας. Εκεί, θα μάθει αν υπάρχει όντως η κατάρα γύρω από το όνομα Gordon, όπως πίστευε ο πατέρας του και θα βρεθεί αντιμέτωπος με την παράνοια και το θάνατο στον δρόμο για να ανακαλύψει την αλήθεια.
Το σενάριο έχει αρκετά καλές βάσεις και μας παρουσιάζει ένα μυστήριο ποτισμένο με το στοιχείο του παραφυσικού. Δανείζεται στοιχεία από λογοτεχνικά έργα όπως του H.P. Lovecraft και του Edgar Alan Poe, καθώς και της Agatha Christie· υπάρχει το σκοτεινό κλίμα και η αίσθηση μιας επικείμενης απειλής μονίμως στον αέρα, η σταδιακή απώλεια της λογικής και το μυστήριο σε ύφος whodunit, δηλαδή το γνωστό στυλ αστυνομικών ιστοριών, όπου ο αποδέκτης της ιστορίας οδηγείται στο να αναρωτιέται ποιος είναι ο ένοχος. Δυστυχώς, ο ρυθμός αφήγησης κινείται με πολύ γοργούς ρυθμούς και οι χαρακτήρες δεν παίρνουν το χρόνο τους ώστε να αναπτυχθούν, καταλήγοντας καρικατούρες. Στο σενάριο συναντάμε αρκετά κλισέ και επιφανειακή γραφή σε σημεία, παρόλα αυτά έχει τα απαραίτητα εργαλεία ώστε να μας κρατήσει μέχρι το τέλος.
Η ατμόσφαιρα του Black Mirror είναι όπως θα περίμενε κανείς με βάση το σενάριό του και έχει στηθεί πολύ σωστά: σκοτεινή και κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά, με απόκοσμους θορύβους, μυστήρια πρόσωπα και horror απόηχους. Setting του τίτλου αποτελεί ένα σπίτι στα Highlands της Σκωτίας, απομονωμένο και θεοσκότεινο, αλλά φαινομενικά φυσιολογικό. Υπάρχουν υπαινιγμοί για παραφυσικά στοιχεία από το πρώτο λεπτό. Η μουσική κάνει καλή δουλειά στο χτίσιμο της ατμόσφαιρας, με ambient ήχους που προκαλούν ένταση και αναστάτωση και μουσικά θέματα απόλυτα ταιριαστά στο ύφος της ιστορίας αλλά και στο setting, αφού ακούμε και σκωτσέζικες γκάιντες περιστασιακά. Επίσης, στο immersion βοηθάει η χρήση της διαλέκτου των Σκωτσέζων καθώς και της σκωτικής γαελικής γλώσσας. Το voice acting στα αγγλικά είναι ικανοποιητικό, με κάποιους ηθοποιούς να είναι αρκετά πειστικοί. Ωραία πινελιά είναι πως η αφήγηση και ανάγνωση γραμμάτων, ημερολογίων και λοιπών εγγράφων δε γίνεται με τη φωνή του πρωταγωνιστή αλλά εκείνου που τα έγραψε. Οι υπότιτλοι έχουν μερικά λάθη και παρατηρούμε κακή επιλογή γραμματοσειράς και χρώματος σε σχέση με το φόντο, αφού πολλές φορές δε φαίνονται καν.
Δυστυχώς, από την πρώτη στιγμή του gameplay, το παιχνίδι μάς προδιαθέτει αρνητικά. Μπορεί να είναι προϊόν χαμηλού προϋπολογισμού, όμως βλέπουμε κάποια αδικαιολόγητα σφάλματα. Στο πρώτο playable κομμάτι του παιχνιδιού, παρατηρούμε πως με τη μετακίνηση της κάμερας σπρώχνεται και ο χαρακτήρας -κάτι που δεν έχουμε δει σε παιχνίδι εδώ και πολλά-πολλά χρόνια. Το παραβλέπουμε και συνεχίζουμε, όμως οι άστοχες σχεδιαστικές επιλογές εμφανίζονται καθ’όλη τη διάρκεια του Black Mirror.
Ο χειρισμός του παιχνιδιού είναι κάκιστος: η περιστροφή του πρωταγωνιστή και η εξερεύνηση των διαδρόμων είναι πραγματική αγγαρεία ενώ ακόμα και η περιήγηση των μενού είναι προβληματική καθώς γίνεται μόνο με τα analog sticks στην έκδοση του PS4 την οποία παίξαμε. Το collision έχει πολλές ανεπάρκειες και καταλήγουμε να μην μπορούμε να περάσουμε μικρά εμπόδια. Η μετατόπιση του χαρακτήρα γίνεται με παλιομοδίτικο τρόπο και κάθε φορά που αλλάζει η -fixed σε κάθε “οθόνη”- κάμερα, χάνουμε τον έλεγχο και τον προσανατολισμό. Ο χειρισμός, εφόσον δεν είναι point and click πλέον, μπορούσε να εκσυγχρονιστεί περισσότερο. Ακόμη, συναντάμε τμήματα που απαιτούν ακρίβεια στον έλεγχο του χαρακτήρα και το αποτέλεσμα μόνο θετικό δεν είναι. Επιπλέον, υπάρχουν εντελώς αναίτια μερικοί αόρατοι τοίχοι. Η μεγαλύτερη διαφορά σε σχέση με τα παλιότερα Black Mirror παιχνίδια είναι ένα νέο mechanic που μας επιτρέπει να έχουμε διάδραση με αιθέριες μορφές ώστε να μάθουμε πληροφορίες για το παρελθόν, κάτι που έχει ενδιαφέρον αλλά χαλάει κάπως στην εκτέλεση επειδή οδηγεί εύκολα και χωρίς προειδοποίηση σε ανούσιο και ανεξήγητο Game Over.
Οι γρίφοι του Black Mirror, ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία ενός adventure παιχνιδιού, δεν έχουν να προσφέρουν πολλά πράγματα και είναι πανεύκολοι. Η επανάληψή τους είναι μεγάλο ατόπημα, καθώς ως επί το πλείστον αποτελούνται από trial and error puzzles της απλούστερης μορφής και από ένα συγκεκριμένο γρίφο, ο οποίος εμφανίζεται πολλές φορές. Ο σχεδιασμός των puzzles -οπτικά αλλά και προγραμματιστικά- οδηγεί μερικές φορές σε πραγματικά δυσλειτουργικούς γρίφους (όπως για παράδειγμα το puzzle με τις καμένες σελίδες).
Γενικότερα, απαιτείται παρατηρητικότητα και ανάλυση του περιβάλλοντος, όμως οι παράγοντες που δεν βοηθούν σε αυτό είναι πολλοί. Ο κύριος είναι το σκοτάδι. Σίγουρα, η έλλειψη φωτός είναι ένα στοιχείο που χτίζει ατμόσφαιρα και έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλά παιχνίδια, όμως στο Black Mirror γίνεται με μη λειτουργικό τρόπο. Το σκοτάδι παραείναι μαύρο κι άραχνο και σε παιχνίδι στο οποίο την περισσότερη ώρα αναζητούμε αντικείμενα και διαδρόμους, τα πράγματα γίνονται δύσκολα και εκνευριστικά. Επιπλέον, συναντάμε ένα mechanic που δυσχεραίνει την κατάσταση: σε μεγάλο μέρος του παιχνιδιού έχουμε μαζί μας μία συνεργάτιδα, η οποία μάς ακολουθεί. Ο εν λόγω χαρακτήρας -που για κακή μας τύχη λειτουργεί κάτω από μία πολύ περιορισμένη AI- κρατάει το φανάρι που φωτίζει το χώρο, και εμείς πρέπει να την περιμένουμε για να συνεχίσουμε εαν δεν θέλουμε να περιπλανιόμαστε μάταια στα μαύρα σκοτάδια πατώντας το action button μανιωδώς και στην τύχη.
Το gameplay του Black Mirror παραείναι γραμμικό, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται αρκετή αναζήτηση εφόσον συνήθως όλα βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας και τα αντικείμενα δίπλα από το σημείο όπου θα τα χρησιμοποιήσουμε. Υπάρχει ένα τμήμα του παιχνιδιού που είναι πιο ελεύθερο, αλλά το level design είναι ακατάληπτο και καταλήγουμε να περιφερόμαστε άσκοπα, καθώς ψάχνουμε σε σκοτεινούς διαδρόμους για πολλή ώρα.
Τα γραφικά του παιχνιδιού, με δεδομένο ότι μιλάμε για ένα low budget δημιούργημα, είναι επαρκή, όμως υπάρχει πληθώρα τεχνικών προβλημάτων: παρατηρούμε stuttering, freezing, πολλά glitches σε γραφικά και ήχο, τα textures αργούν να φορτώσουν, οι χαρακτήρες εξαφανίζονται και το παιχνίδι μας υπέστη κάποιου είδους crash και έκλεισε δύο φορές σε ένα playthrough.
Οι κακές σχεδιαστικές επιλογές και τα προβλήματα του Black Mirror συνεχίζονται με τη συμπερίληψη Quick Time Events, στα οποία αν αποτύχουμε, βλέπουμε οθόνη Game Over. Το πρόβλημα δεν έγκειται στη δυσκολία τους, αφού μας βάζουν να πατήσουμε ένα ή δύο συγκεκριμένα κουμπιά κάθε φορά, αλλά στην ίδια την επιλογή της ένταξής τους στο gameplay, η οποία δεν προσφέρει τίποτα θετικό και κουράζει. Ένα από τα σημαντικότερα ελαττώματα του τίτλου είναι τα απαγορευτικά συχνά και μεγάλα σε διάρκεια loading screens. Όποτε αλλάζουμε δωμάτιο, πρέπει να περιμένουμε 15 με 30 δευτερόλεπτα ώστε το παιχνίδι να φορτώσει τον επόμενο χώρο και σε έναν τίτλο στον οποίο την περισσότερη ώρα εξερευνούμε, η ταλαιπωρία είναι μεγάλη. Η εξερεύνηση αυτή καθαυτή γίνεται κουραστική, λόγω του setting που δεν ανανεώνεται και τον πιο πολύ χρόνο τον περνάμε στους ίδιους ακριβώς χώρους. Τέλος, η διάρκεια του τίτλου είναι πολύ μικρή και μπορούμε να το τελειώσουμε σε λιγότερο από έξι ώρες.
Συμπέρασμα
Το Black Mirror έχει σωστή ατμόσφαιρα, εύστοχη και ενδιαφέρουσα μουσική υπόκρουση και κάποια καλά στοιχεία όσον αφορά το σενάριο, το setting και τους χαρακτήρες του. Δυστυχώς, τα σχεδιαστικά σφάλματα και τα τεχνικά προβλήματα είναι πάρα πολλά, οι γρίφοι λίγοι και πολύ εύκολοι και το αποτέλεσμα είναι άνισο. Το setting, η ατμόσφαιρα και η ιστορία όμως μας δίνουν αρκετούς λόγους για να ασχοληθούμε μαζί του.