Σύνταξη – επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης
Η γεωπολιτική αναδιαμορφώνει την αλυσίδα εφοδιασμού μικροτσίπ. Η βιομηχανία προειδοποιεί ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να πάρουν άσχημη τροπή. Παρόλες τις ελλείψεις εφοδιασμού που αντιμετωπίζει η παγκόσμια βιομηχανία μικροτσιπ τα τελευταία χρόνια, δεν υπάρχει έλλειψη κυβερνητικών στρατηγικών για την επίλυσή τους.
Για τον κλάδο, το πλήθος των σχεδίων ανοίγει νέες ευκαιρίες χρηματοδότησης σε όλο τον κόσμο. Όμως, τα σχέδια εγείρουν επίσης ανησυχίες ότι έρχονται σε σύγκρουση – και θα μπορούσαν να κινδυνεύσουν να ανατρέψουν μια περίπλοκη, ευμετάβλητη και άκρως εξειδικευμένη αλυσίδα εφοδιασμού.
Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν το τελευταίο που παρουσίασε μια στρατηγική ημιαγωγών τον Μάιο, αποκαλύπτοντας ένα πρόγραμμα αξίας 1 δις λιρών. Συμμετέχει με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και άλλους εταίρους σε σχέδια δισεκατομμυρίων για να εξασφαλίσει την προμήθεια μικροτσίπ που τροφοδοτούν τα πάντα – από τα αυτοκίνητα μέχρι τα smartphone.
Τα σχέδια ξεκίνησαν για την αντιμετώπιση των διαταραχών της εφοδιαστικής αλυσίδας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά μετατράπηκαν σε τεράστια προγράμματα βιομηχανικής πολιτικής για την ανανέωση της παραγωγής και την προστασία ή την καθιέρωση του ελέγχου των επί μερους κρατων σε αυτόν τον βασικό τεχνολογικό τομέα. Για την Ουάσιγκτον, τα μικροτσίπ έχουν μετατραπεί στο πιο ισχυρό της εργαλείο στην προσπάθεια της να αποκλεισει την Κίνα από την παγκόσμια τεχνολογική πρόοδο. Άλλες χώρες είναι εξίσου πρόθυμες να αποκτήσουν ανεξαρτησία από την παραγωγή της Ταϊβάν, καθώς το νησί αντιμετωπίζει ολοένα και περισσότερο την απειλή μιας κατάληψης εξουσίας από την Κίνα.
Όλες οι προαναφερθείσες χώρες έχουν απελευθερώσει μεγάλα δημόσια κεφάλαια προκειμένου να παραμείνουν μπροστά σε ό,τι αφορά τις πιο πρόσφατες καινοτομίες στην τεχνολογία τσιπ. Πολλες, συμπεριλαμβανομένων της ΕΕ και των ΗΠΑ, έχουν προσφέρει επιδοτήσεις για να δελεάσουν επενδύσεις από κορυφαίους κατασκευαστές, όπως ο γίγαντας της Ταϊβάν TSMC, η Samsung της Νότιας Κορέας και η Intel των ΗΠΑ.
Η TSMC, η Samsung και η Intel έχουν δεσμευτεί μέχρι στιγμής να δημιουργήσουν νέες «μεγάλες μονάδες» στις Η.Π.Α., το σχέδιο των οποίων διαθέτει συνολικό κεφάλαιο 52 δις δολαρίων. Στην Ευρώπη, με συνολικό προϋπολογισμό 43 δις ευρώ, η Intel έχει υποσχεθεί επένδυση 17 δις ευρώ στη Γερμανία, ενώ υπάρχουν επίμονες φήμες για επένδυση της TSMC στη χώρα.
Ο αγώνας είναι παγκόσμιος, καθώς η Ταϊβάν δεν θέλει να αφήσει την ηγετική της θέση στην αγορά, η Κίνα προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις κυρώσεις των ΗΠΑ χτίζοντας τη δική της βιομηχανία και η Ιαπωνία αναδεικνύεται εξίσου ως υποψήφια για επενδύσεις στον τομεα. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, ο Ιάπωνας πρωθυπουργός Fumio Kishida συναντήθηκε με στελέχη της TSMC και της Intel για να συζητήσουν την δημιουργία νέων μονάδων.
Καθώς η βιομηχανία ημιαγωγών αναμένεται να αυξηθεί από σχεδόν 600 δις δολάρια σε πάνω από 1 τρις δολάρια έως το 2030, ορισμένοι αναλυτές επισημαίνουν ότι όλες οι χωρες πρόκειται να κερδίσουν, αλλά λίγες πρόκειται να κερδίσουν εις βαρος των άλλων: «Το παγκόσμιο μερίδιο της παραγωγικής ικανότητας αιχμής δεν θα αλλάξει σημαντικά, από την αποψη του γεωγραφικού μεριδίου», λεει ο Jan Peter-Kleinhans, ειδικός σε τσιπς στην ερευνητική ομάδα Stiftung Neue Verantwortung με έδρα το Βερολίνο.
Κίνδυνος «παγκόσμιας υπερβολής»
Ο κλάδος των μικροτσίπ εξελίχθηκε επί δεκαετίες σε μια παγκόσμια, άκρως αλληλένδετη αλυσίδα αξίας, στην οποία εταιρείες από διαφορετικές περιοχές του κόσμου διαπρέπουν σε διαφορετικά μέρη της διαδικασίας.
Η περισσότερη παραγωγή γίνεται στις ΗΠΑ, την Κίνα, τη Νότια Κορέα και – κυρίως – την Ταϊβάν. Η Ευρώπη έχει μερικά κορυφαία ερευνητικά ινστιτούτα, όπως το βελγικό Imec, και έναν παγκοσμίως κορυφαίο προμηθευτή σημαντικού εξοπλισμού παραγωγής, την ολλανδική ASML. Το Ηνωμ. Βασιλειο έχει πλεονέκτημα στον σχεδιασμό τσιπ, με παγκόσμιο ηγέτη την ARM.
Ο φόβος του κλάδου είναι ότι οι διάφορες περιφερειακές μονάδες θα προσπαθήσουν να κάνουν όλα τα μέρη της διαδικασίας επιτόπια, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε δαπανηρές επικαλύψεις.
«Κάθε περιοχή έχει σαφώς μοναδικά πλεονεκτήματα», τόνισε ο Διευθύνων Σύμβουλος της Imec, Luc Van den Hove, σε εκδήλωση του κλάδου την περασμένη Τετάρτη. «Ωστόσο, εάν τα Chips Acts που καθορίζουν τις επιδοτήσεις στην ΕΕ, θεσπίζονταν έτσι ώστε κάθε περιοχή να προσπαθεί να τα κάνει όλα, προκειμένου να γίνει πλήρως αυτάρκης, θα οδηγούσε σε σημαντική οπισθοδρόμηση», δήλωσε.
Τα προγράμματα επιδοτήσεων θα μπορούσαν «να καταλήξουν να δαπανηθούν σε εγκαταστάσεις “λευκών ελεφάντων” κατασκευής τσιπ, παράγοντας παγκόσμια υπερβολή», έγραψε πρόσφατα ο Christopher Cytera, ανώτερος συνεργάτης στο Κέντρο Ανάλυσης Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEPA).
Η διατάραξη της παγκόσμιας αλυσίδας αξίας θα μπορούσε επίσης να είναι η συνέπεια πιέσεων από την ηγεσία των ΗΠΑ για τον αποκλεισμό της Κίνας από την αλυσίδα εφοδιασμού, προειδοποίησαν στελέχη.
Η κυβέρνηση Biden εισήγαγε πέρυσι περιορισμούς στις εξαγωγές στον εξοπλισμό παραγωγής τσιπ σε μια προσπάθεια να αποκλείσει την πρόσβαση της Κίνας σε προηγμένα τσιπ. Στα τέλη του περασμένου έτους έπεισε τις Κάτω Χώρες και την Ιαπωνία, να εφαρμόσουν αντίστοιχους ελέγχους εξαγωγών εμποδίζοντας την προηγμένη τεχνολογία τους να φτάσει στην Κίνα.
Ο κλάδος έχει προειδοποιήσει ότι μια τέτοια κίνηση δεν είναι χωρίς κινδύνους. Ο Διευθύνων Σύμβουλος του ολλανδικού προμηθευτή εξοπλισμού ASML – πρωταρχικός στόχος της εκστρατείας των ΗΠΑ για τους ελέγχους των εξαγωγών – προειδοποίησε τον Ιανουάριο ότι ένας «διχασμός» του κόσμου σε δύο κοινωνικοοικονομικά μπλοκ θα μπορούσε να επηρεάσει την παγκόσμια προσφορά τσιπ και να έχει «εκτεταμένες συνέπειες παγκοσμίως».
Μια άλλη ανησυχία είναι ότι οι κυβερνήσεις, με την προθυμία τους να αποκτήσουν πλεονέκτημα στον αγώνα, θα στρεβλώσουν τις ήδη ανταγωνιστικές αγορές.
Ο Tom Caulfield, διευθύνων σύμβουλος του κατασκευαστή τσιπ με έδρα τις ΗΠΑ, GlobalFoundries (η οποία έχει ένα εργοστάσιο στη Δρέσδη), επέκρινε πρόσφατα πιθανή γερμανική κρατική βοήθεια για μια επένδυση της TSMC στην ίδια πόλη. Δίνοντας κίνητρο «στον κυρίαρχο παίκτη, έναν εξαιρετικά κυρίαρχο παίκτη στη βιομηχανία, να έρθει και να παράγει παρόμοια είδη τεχνολογίας στην ίδια πόλη που δραστηριοποιείται ένας ανταγωνιστής. Δεν πείθει ότι είναι πολύ ρεαλιστής ή ισορροπημένος», δηλωσε ο Caulfield στο POLITICO.
Άλλοι ανησυχούν λιγότερο
Οι προσπάθειες είναι «συμπληρωματικές», δήλωσε σε δημοσιογράφους στις ΗΠΑ αυτή την εβδομάδα ο Jimmy Goodrich, αντιπρόεδρος παγκόσμιας πολιτικής στην Ένωση Βιομηχανίας Ημιαγωγών (SIA) που εδρεύει στις ΗΠΑ.
Όταν το Ηνωμένο Βασίλειο αποκάλυψε τη δική του στρατηγική, έδειξε ότι είχε ήδη πάρει το μήνυμα. Ο προϋπολογισμός του 1 δις λιρών είναι σχετικά χαμηλός, αλλά το σχέδιο επικεντρώνεται σκόπιμα στον σχεδιασμό τσιπ και στους σύνθετους ημιαγωγούς – τα δυνατά σημεία της χώρας – ενώ στοιχηματίζει σε μια συνεργασία με την Ιαπωνία για την κατασκευή ολοκληρωμένων μικροτσιπ.
Πηγή: POLITICO