Η Κάρπαθος είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί των Δωδεκανήσων, μετά τη Ρόδο. Πρόκειται για ένα νησί με μακρά παράδοση, φιλόξενους κατοίκους και ιδιαίτερες μορφολογικές αντιθέσεις.
Σαν αετοφωλιά στη ράχη ενός βουνού, βόρεια του νησιού, βρίσκεται η Όλυμπος. Ένας παραδοσιακός, μεσαιωνικός οικισμός. Αποκομμένη από τα υπόλοιπα χωριά της Καρπάθου, εκτεθειμένη στον αέρα του πελάγους, με σπίτια «κεντημένα» σε υψόμετρο περίπου 300 μέτρων, η Όλυμπος είναι ένας οικισμός «ακροβάτης». Αποτελεί μια από τις λίγες μητριαρχικές κοινωνίες στον κόσμο, όπου οι γυναίκες κυκλοφορούν καθημερινά, ντυμένες με παραδοσιακές φορεσιές και όλοι οι κάτοικοί της διατηρούν ισχυρή τη θέλησή τους να κρατούν αναλλοίωτα στον χρόνο έθιμα και παραδόσεις. Ανάμεσα σε αυτές εξέχουσα θέση κατέχουν τα πανηγύρια. Αφιερωμένα σε κάθε προστάτη άγιο οι Καρπάθιοι συμμετέχουν μαζικά με παραδοσιακά φαγητά, μαντινάδες και χορό.
Ένα από τα πιο μεγάλα, αλλά ταυτόχρονα αυθεντικά πανηγύρια της Ολύμπου, γίνεται στη Βρουκούντα, το ακρωτήρι που βρίσκεται βόρεια του χωριού και είναι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή. Στο τέλος του ακρωτηρίου σε μια «αόρατη» σπηλιά βρίσκεται το εκκλησάκι του αγίου που τιμάται με ένα τριήμερο πανηγύρι που ξεκινάει στις 28 του Αυγούστου και τον πρώτο λόγο έχουν οι κάτοικοι της Ολύμπου. Οι ντόπιοι ξεκινούν από την Αυλώνα -τον αγροτικό συνοικισμό της Ολύμπου- με τα πόδια, περίπου δύο ώρες δρόμο πάνω σε αρχαίο μονοπάτι ή με καραβάκι από το παραθαλάσσιο Διαφάνι. Στη διαδρομή έχουν φορτωμένα τα γαϊδούρια με παραδοσιακές στολές, που θα φορεθούν το βράδυ, για να συμμετάσχουν στον χορό και στρωσίδια που θα απλωθούν κατά γης, για να διανυκτερεύσουν, όσοι καταφέρουν να κοιμηθούν από τον ήχο του γλεντιού. Όση ώρα, τελετουργικά, ετοιμάζεται το φαγητό που θα μοιραστεί στους συμμετέχοντες, μέσα σε τεράστια τσουκάλια πάνω στη φωτιά, ο παπά Γιάννης χτυπά την καμπάνα -σημάδι έναρξης του εσπερινού- και οι προσκυνητές αθόρυβα κατεβαίνουν τη σκάλα που οδηγεί στο υπόγειο σπήλαιο του Αϊ Γιάννη.
Στη συνέχεια, όλοι καθισμένοι στους πάγκους κάτω από το ξύλινο υπόστεγο, με τους αχνούς από το ζεστό φαγητό στα πιάτα, να αναβλύζουν στον αέρα, προσμένουν τον παπά Γιάννη, όπου μετά την προσευχή αρχίζει να τραγουδά βυζαντινά και παραδοσιακά τραγούδια. Κάπως έτσι χωρίς να καταλάβει κανείς πού ακριβώς σταματά η προσευχή και ξεκινάει το γλέντι, ακούγεται δειλά-δειλά η τσαμπούνα και γρατζουνάει η λύρα.
Τα μεσάνυχτα έχουν ζυγώσει ανάμεσα σε γέλια και τραγούδια και η ορχήστρα παίρνει θέση στο κέντρο της ομήγυρης, ανεβασμένη πάνω στους πάγκους του φαγητού. Ένα πολύχρωμο κύμα από τις παραδοσιακές στολές των γυναικών περιτριγυρίζει τα τραπέζια και ο κύκλος του χορού δεν σταματά ποτέ. Καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας η εικόνα επαναλαμβάνεται, άντρες και γυναίκες εφοδιάζουν τον κύκλο του χορού και κάποιοι άλλοι με το σώμα τους ξαπλωμένο στο χώμα, προσπαθούν να ξεκλέψουν λίγα λεπτά ύπνου, πριν σηκωθούν για να μπουν ξανά σε αυτόν τον αέναο κύκλο. Τα χαράματα, αν καταφέρεις να σηκωθείς, η εικόνα είναι ολόιδια, σαν να ανοιγόκλεισες για μια στιγμή τα μάτια σου. Το πρωί ο παπά Γιάννης, που είχε αποσυρθεί νωρίτερα από το γλέντι, είναι έτοιμος για τη Θεία Λειτουργία και την Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως, ενώ οι πιστοί ξαναπαίρνουν θέση στο τραπέζι όπου θα σερβιριστούν ρεβίθια για το μεσημέρι. Για μια ακόμα φορά τσαμπούνα, λύρα και λαούτο συνοδεύουν το φαγητό μέχρις ότου και οι τελευταίοι να επιβιβαστούν στο καΐκι τού γυρισμού ή να πάρουν το μονοπάτι της επιστροφής. Σημείο συνάντησής τους τώρα, είναι η Αυλώνα, ο αγροτικός οικισμός με τους «στάβλους», τις χαρακτηριστικές αγροικίες όπου η κάθε οικογένεια διατηρούσε το δικό της αλώνι, για τις αγροτικές εργασίες και τη φιλοξενία γεωργικών ζώων. Το γλέντι πρόκειται να συνεχιστεί στην αυλή του καφενείου, κάτω από μια τεράστια σκιερή μουριά, για ακόμα δύο ημέρες.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ