Ένας πολύ αγαπημένος μου άνθρωπος ήταν φαντάρος στο Σιδηρόκαστρο κατά τη διάρκεια της Χούντας.
Τον είχαν βάλει μαζί με άλλους φαντάρους, το Πάσχα του ’67, να συνοδεύσει τον Επιτάφιο.
Μεγάλη Παρασκευή.
Τα μάτια του έτρεχαν συνέχεια.
Έτρεχαν, γιατί έβλεπε στα μάτια των συνανθρώπων του καχυποψία και φόβο.
Και κείνος ντρεπόταν που περνούσε δίπλα τους και τον φοβόντουσαν.
Και τα μάτια του δε σταματούσαν να τρέχουν.