Επιμέλεια: Ανδρέας Αθανασούλης

Από το Μακροχώρι Καστοριάς, πολιτικός πρόσφυγας στην Ουγγαρία. Από την Τσέπελ, ξεγλίστρησε μέσα από τα χέρια της ΑΕΚ και κατέληξε στον Ολυμπιακό με την βοήθεια του Μανώλη Γλέζου. Από Μίκλος ή Νικολάι Γιουτσόφ εξελίχθηκε σε Νίκος Γιούτσος με το γήπεδο να τον αποθεώνει με το αλησμόνητο σύνθημα «Έμπαινε Γιούτσο».

Ο Νίκος Γιούτσος έφυγε από τη ζωή την Τρίτη 6/11, σε ηλικία 81 ετών. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποδοσφαιριστές την ιστορία του Ολυμπιακού, με τη φανέλα του οποίου αγωνίστηκε από το 1964 έως το 1974, σκοράροντας 128 γκολ φορώντας την ερυθρόλευκη, κατακτώντας 4 πρωταθλήματα και 4 Κύπελλα.

Γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1942 στο Μακροχώρι Καστοριάς. Σε ηλικία 6 ετών μετακόμισε στην Ουγγαρία όπου είχε καταφύγει εκεί ως πολιτικός πρόσφυγας μαζί με την μητέρα και την αδερφή του. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου το Μακροχώρι βομβαρδίζεται ανηλεώς από τον εθνικό στρατό και 69 Μακροχωρίτες χάνουν τη ζωή τους. Έτσι, οι αντάρτες του ΔΣΕ σε συνεννόηση με τους γονείς των παιδιών παίρνουν 219 παιδιά απ’ το χωριό και τα μετακινούν στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης όπου θα ήταν ασφαλή.

Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στον Όλυμπο, ομάδα Ελλήνων προσφύγων σε ηλικία 15 ετών και αργότερα αποκτήθηκε από την ουγγρική Τσέπελ το 1960. Κατά τα πρώτα χρόνια της καριέρας του, οι ποδοσφαιρικές του επιδόσεις τον είχαν κάνει εξαιρετικά δημοφιλή στην ελληνική κοινότητα της Ουγγαρίας. Ύστερα από τέσσερα χρόνια, 36 συμμετοχές και 11 γκολ για τους Μαγυάρους ακολούθησε η μεταγραφή στον Ολυμπιακό, το 1964. Σπουδαίος επιθετικός, έκανε όσους τον παρακολουθούσαν να τον παραδεχτούν για την αδιαμφισβήτητη ικανότητά του στο σκοράρισμα.

Όταν του ζήτησε ο ομοσπονδιακός προπονητής της Ουγγαρίας να πάρει την υπηκοότητα για να παίξει στην εθνική ομάδα, ο Γιούτσος αρνήθηκε. O γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στη Βουδαπέστη, που ονομαζόταν Παππάς, ήρθε στην Αθήνα για μία χειρουργική επέμβαση και μίλησε για το μεγάλο ταλέντο του ουγγρικού ποδοσφαίρου, στον γιατρό Βασίλη Χατζηγιάννη. Ο γιατρός, όμως, ήταν παράγοντας της ΑΕΚ και ο Παππάς του είπε να κινηθεί άμεσα.

Για τον Νίκο Γιούτσο έμαθε και ο εκδότης της εφημερίδας «Φως των Σπορ», Θόδωρος Νικολαΐδης. Σε συνεργασία με έναν βιομήχανο και παράγοντα του Ολυμπιακού, ήρθαν σε επαφή μαζί του. Διαμεσολαβητής ήταν ο Μανώλης Γλέζος, ο οποίος ανέλαβε την αρχική προσέγγιση με το Ελληνόπουλο.

Τα πράγματα όμως αρχικά δεν είναι τόσο ρόδινα γι’ αυτόν. Το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών δυσκολευόταν να δώσει βίζα στον Γιουτσόφ καθώς ίσχυε η απαγόρευση επανόδου στη χώρα πολιτικών προσφύγων και ιδιαίτερα (σλαβο)μακεδονικής καταγωγής. Ως Γιουτσόφ ήταν αδύνατον να του επιτραπεί η είσοδος και παραμονή στην Ελλάδα γι’ αυτό και ο Ολυμπιακός τον έφερε με διαβατήριο μίας χρήσης! Έτσι, ο Γιούτσοφ, έγινε Γιούτσος και έπαιξε και στην Εθνική Ελλάδας.

Μάλιστα, η φωτογραφία του διαβατηρίου ήταν κομμένη από ένα δημοσίευμα ουγγρικής εφημερίδας. Κάπως έτσι η ΑΕΚ τον έχασε και το όνομά του έγινε κομμάτι της ιστορίας του Ολυμπιακού.

Όταν ήρθε στην Αθήνα για να παίξει στον Ολυμπιακό, ήθελε να σηκωθεί και να επιστρέψει στην Ουγγαρία. Μόλις είδε τον εξοπλισμό της προπόνησης, τον ρουχισμό των ποδοσφαιριστών και τον αγωνιστικό χώρο, ο 23χρονος Νίκος Γιούτσος πήγε κρυφά και έβγαλε εισιτήριο. Όταν έφτασε στο αεροδρόμιο, διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να ταξιδέψει, λόγω διαβατηρίου.

Έμεινε στο λιμάνι και με το απίστευτο ταλέντο του μάγεψε τον κόσμο του Ολυμπιακού και την ποδοσφαιρική κοινή γνώμη. Το σύνθημα «έμπαινε Γιούτσο» ακουγόταν καθ΄ όλη τη διάρκεια του αγώνα. Μέχρι σήμερα, η φράση αυτή είναι σλόγκαν. Έκανε το ντεμπούτο του με την κόκκινη φανέλα στις 10 Ιανουαρίου του 1965, εναντίον του Παναθηναϊκού. Τα κατορθώματά του τον κατατάσσουν ως έναν από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές που αγωνίστηκαν ποτέ στο ελληνικό πρωτάθλημα.

Αγωνίστηκε σε 499 ματς, κερδίζοντας 4 πρωταθλήματα, 4 κύπελλα Ελλάδας και δύο νταμπλ. Ο Γιούτσος πέτυχε και 211 τέρματα. Με την εθνική ομάδα αγωνίστηκε 15 φορές και σημείωσε 7 γκολ.

Δέκα χρόνια αργότερα, τo καλοκαίρι του 1974, αποχώρησε από τον σύλλογο, καθώς δεν ακολούθησε την αποστολή του Ολυμπιακού που ταξίδεψε για προετοιμασία στη Γερμανία. Είχε προηγηθεί μια αντιπαράθεση με τον τότε προπονητή των “ερυθρολεύκων” Λάκη Πετρόπουλο πριν από τον χαμένο τελικό κυπέλλου Ελλάδος του 1974 με τον ΠΑΟΚ και είχε αποχωρήσει από το ξενοδοχείο.

Την περίοδο 1974-75 αγωνίστηκε με τα χρώματα του συμπολίτη Εθνικού, με τη φανέλα του οποίου αποσύρθηκε από την ενεργό δράση έναν χρόνο αργότερα (1975-76).

Εν τω μεταξύ, φόρεσε 15 φορές συνολικά τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδας και σημείωσε 6 γκολ. Το ντεμπούτο του πραγματοποιήθηκε στις 23 Μαΐου 1965 στον εκτός έδρας αγώνα εναντίον της Ε.Σ.Σ.Δ., για τα προκριματικά του Μουντιάλ 1966.

Ο δεξιοτέχνης επιθετικός και δεινός σκόρερ «έγραψε» την πρώτη συμμετοχή στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα στις 23 Μαΐου 1965 εναντίον της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, εκτός έδρας, για την προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1966.

Δείτε τη συνέντευξη στις «Θρυλικές Ιστορίες» με τον Αντώνη Γλύκα:

 

Η συνέντευξη στο «Φως» για το… ταξίδι στην Ουγγαρία

Ο Νίκος Γιούτσος περιγράφει την εμπειρία του στην εφημερίδα «ΦΩΣ των σπορ»:

-Και με το καλό σας πήρανε, ή με παιδομάζωμα;

«Το χωριό μου ήταν έξω από την Καστοριά, το Μακροχώρι. Ήταν ανταρτοκρατούμενα μέρη αυτά. Με το ζόρι δεν πήρανε κανέναν εκεί! Μας πήρανε για να μην σκοτωθούμε γιατί βομβαρδίζανε. Και είπαν ότι πρόχειρα θα φεύγαμε και σύντομα θα γυρίζαμε πίσω… (χαμογελάει). Αλλά δεν γυρίσαμε. Επικρατήσανε οι άλλοι. Ο κυβερνητικός στρατός».

-Οι γονείς σας ήρθαν μαζί σας στην Ουγγαρία;

«Όχι, με πήρανε μόνο μου, ένα παιδί ήμουν. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει και η μάνα μου είχε ξαναπαντρευτεί. Στην Ουγγαρία πήγα με την αδερφή μου».

-Και πού πήγατε, τι κάνατε;

«Εσωτερικός σε κολέγιο μέσα».

-Ορφανοτροφείο;

«Κάτι τέτοιο αλλά σε πολύ υψηλότερα στάνταρτς. Κοιμόμασταν μέσα, τρώγαμε μέσα, σχολείο εκεί, μπάλα εκεί. Οργανωμένη εκπαίδευση στη μπάλα. Στην εκπαίδευση στον αθλητισμό έδιναν μεγάλη βάση τα κομμουνιστικά καθεστώτα τότε. Και παίρναμε και πολύ καλά λεφτά!»

-Και με μια Ουγγαρία εκείνη την εποχή μέσα στις καλύτερες εθνικές της Ευρώπης.

«Ήταν μέσα στις καλύτερες Εθνικές του κόσμου όλου! Διεκδικούσε να πάρει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Με παικταράδες που άφησαν εποχή».

-Πόσο χρονών ήρθατε στην Ελλάδα;

«22 χρονών».

-Ελληνικά δεν ξέρατε;

«Όχι, έλεγα μια “καλημέρα” μόνο».

-Πώς μάθατε;

«Από τις εφημερίδες. Το Αλφάβητο το ήξερα».

Για την διαφορά στην Ουγγαρία σε σχέση με την Ελλάδα, είπε:

«Είχα μάθει άλλο ποδόσφαιρο, έπαιζα άλλο ποδόσφαιρο. Όταν πρωτοήρθα εδώ έπαθα σοκ…»

-Δηλαδή;

«Είδα ένα χάλι και ήθελα να φύγω! Δεν είχε νορμάλ γήπεδα εδώ. Δεν είχαμε σοβαρό χορτάρι. Δεν είχαμε καλά- καλά νορμάλ ποδοσφαιρικά παπούτσια. Υπήρχαν μεγάλες διαφορές με την Ουγγαρία τότε».

Σε συνέντευξή του τον Νοέμβριο του 1964 ο Γιούτσος είπε:«Θα φύγω οπωσδήποτε από την Ελλάδα. Στην ανάγκη, θα ζητήσω άσυλο στην ουγγρική πρεσβεία των Αθηνών! Τίποτα πια δεν με κρατάει εδώ».

-Τι σε έσπρωξε να πάρεις την απόφαση αυτή και να φύγεις κρυφά την Τρίτη το πρωί;

«Ήθελα να δω τη γυναίκα μου».

-Και πότε αποφάσισες το ταξίδι αυτό;

«Τη Δευτέρα».

-Μα τη Δευτέρα το πρωί είχες δηλώσει στην «Ομάδα» ότι θα έπαιζες την Κυριακή!

«Ξέρετε, τη Δευτέρα το βράδυ είχα ένα τηλεφώνημα από τη Λιάνα, τη γυναίκα μου. Είναι έγκυος και άρρωστη. Έπρεπε, λοιπόν, να πάω στη Βουδαπέστη. Εξάλλου, μέχρι το Σάββατο θα επέστρεφα εδώ».

-Είσαι βέβαιος πώς ήταν μόνο αυτή η αιτία;

«Τι εννοείτε;»

-Μήπως υπάρχει κάποια οικονομική διαφορά με τον Ολυμπιακό;

«Όχι, όχι (γέλια). Αυτό το θέμα έχει κανονιστεί. Μου υποσχέθηκαν όσα τους ζήτησα. (Ανάβει τσιγάρο). Πάντως έχετε δίκιο. Δεν είναι μόνο η κατάσταση της γυναίκας μου που με κάνει να θέλω να φύγω. Με εξαπάτησαν».

-Ποιοι;

«Έχετε λίγη υπομονή. Θα σας τα εξηγήσω όλα, αλλά με τη σειρά. Λοιπόν, πριν από μερικούς μήνες ήρθε στη Βουδαπέστη κάποιος σαν απεσταλμένος του Ολυμπιακού και μου ζήτησε να έρθω στην Ελλάδα. Του απάντησα ότι το ουγγρικό πρωτάθλημα δεν είχε ακόμη τελειώσει και ότι είχα υποχρεώσεις προς την Τσέπελ. Τελικά, πείστηκε και περίμενε.

Το πρωτάθλημα σταμάτησε και θα έπρεπε να πάω με την ομάδα μου στην Γκάνα και στο Μαρόκο για ορισμένα φιλικά ματς. Δήλωσα ότι θα πήγαινα κι εγώ μαζί. Τρεις, όμως, μέρες πριν αναχωρήσουμε για την Αφρική, ύστερα από πιέσεις του απεσταλμένου, αποφάσισα να ξαναγυρίσω στην πατρίδα μου.

Έτσι θα μπορούσα να δω και τη μητέρα μου που είναι στην Καστοριά. Ο προπονητής μου όταν το έμαθε έγινε έξω φρενών. Και δεν τον αδικώ καθόλου. Γιατί τα διαβατήρια μας είχαν ήδη ετοιμαστεί και ήταν δύσκολο στο χρονικό διάστημα που απέμενε να γίνουν τα «χαρτιά» του αντικαταστάτη μου.

Τελικά, όμως, και ο προπονητής και οι ιθύνοντες την ομάδα αντιμετώπισαν το θέμα σαν άνθρωποι και όχι σαν παράγοντες και μου έδωσαν άδεια μερικών ημερών για να πραγματοποιήσω την επιθυμία μου αυτή. Τους υποσχέθηκα πριν φύγω ότι θα επέστρεφα είτε για να πάρω την ελευθέρα μεταγραφή μου είτε για να παραμείνω εκεί.

Άλλωστε, ο απεσταλμένος διαβεβαίωσε τόσο εμένα όσο και το Υπουργείο Εξωτερικών της Ουγγαρίας ότι οποιαδήποτε στιγμή ήθελα, θα μπορούσα να επιστρέψω. Άλλη μια συμφωνία που κάναμε και που ασφαλώς θα την έχει «ξεχάσει».

Μετά απ’ όλα αυτά είχα αποφασίσει να φέρω ο ίδιος στην Αθήνα τη σύζυγό μου από τη Βουδαπέστη. Όταν έφτασα στην Αθήνα μου επανέλαβαν τα ίδια λόγια και πολλοί «υψηλά ιστάμενοι» παράγοντες του Ολυμπιακού: «Μετά από δυο εβδομάδες μπορείς να ξαναπάς πίσω».

Ύστερα, όμως, από λίγες ημέρες, οι ίδιοι αυτοί μου έλεγαν ότι θα έπρεπε να μείνω το λιγότερο έναν μήνα στην Ελλάδα για να μπορέσω να παίξω στο πρωτάθλημα γιατί αν έφευγα πριν από το χρονικό αυτό διάστημα, όταν θα ξαναρχόμουν, θα έπρεπε να περιμένω άλλον έναν μήνα ώσπου να μου δοθεί η άδεια να αγωνιστώ και δεν θα λαμβανόταν υπόψιν η προηγούμενη παραμονή μου εδώ.

Μόνο πριν από μια εβδομάδα μου είπαν ορθά-κοφτά πώς δεν μπορώ να εγκαταλείψω το ελληνικό έδαφος. Δεν τους πίστεψα… Αλλά είχαν δίκιο. Μου την έφεραν λοιπόν ή όχι;”

Ο Γιούτσος νοσηλευόταν στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου Μετροπόλιταν, με πρόβλημα στο αναπνευστικό (πνευμονικό οίδημα). Τις τελευταίες ημέρες η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε και προχθές χρειάστηκε να διασωληνωθεί, αλλά δεν τα κατάφερε στον πιο δύσκολο αγώνα της ζωής του.