Δεν έχει σημασία ότι κάποιος μάντεψε τον αποκλεισμό της Γερμανίας στον πρώτο γύρο, ή πως υπήρξε κάποιος ικανός να προβλέψει την πρόκριση της Ιαπωνίας στη φάση των «16». Υπάρχουν ωστόσο κάποιοι που, παρά το γεγονός ότι κέρδισαν τα στοιχήματα, έχασαν τελικά την ελευθερία τους.

Τουλάχιστον 6.500 άτομα είναι σήμερα φυλακισμένα στην Ταϊλάνδη, καθώς σε αυτή τη χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας τα στοιχήματα απαγορεύονται απολύτως, εκτός από περιπτώσεις διοργανώσεων στις οποίες το κράτος επιτρέπει το στοιχηματισμό. Διαφορετικά οι κυρώσεις είναι βαριές και συγκεκριμένα μέχρι ένα έτος φυλάκισης για όσους παίζουν.

Ένας εκπρόσωπος της αστυνομίας δήλωσε ότι από τις 14 Ιουνίου, ημέρα που ξεκίνησε το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας, στην Ταϊλάνδη ο κόσμος παρακολουθεί με προσοχή τη διοργάνωση, αλλά κυρίως στοιχηματίζει σε αγώνες.

Δύο εβδομάδες αργότερα η αστυνομία ανακοίνωσε πως έχει κατασχέσει πάνω από 28 εκατομμύρια μπατ (περίπου 725 χιλιάδες ευρώ) και ότι σχεδόν επτά χιλιάδες άτομα (συμπεριλαμβανομένων 250 παράνομων bookmakers) κατέληξαν στις φυλακές της χώρας. Μια πολύ μεγάλη αύξηση, δεδομένου ότι στην προηγούμενη διοργάνωση (Βραζιλία, 2014), σύμφωνα με τη France Press, στη φυλακή κατέληξαν «μόνο» χίλιοι άνθρωποι για τον ίδιο λόγο.

Το παράνομο παιχνίδι παραμένει ακόμη μια πραγματική μάστιγα για το κράτος της Ταϊλάνδης, εν μέρει λόγω των πολύ περιοριστικών μέτρων που ισχύουν για το νόμιμο στοίχημα. Η άφιξη της τεχνολογίας και των στοιχημάτων μέσω του διαδικτύου, όμως, έχουν προκαλέσει σημαντική αύξηση στον αριθμό των ατόμων που στοιχηματίζουν σε αθλητικά γεγονότα, στα οποία το κράτος απαγορεύει τον στοιχηματισμό.

Μια μελέτη του Πανεπιστημίου του Chulalongkorn υπολόγισε ότι ο αριθμός των Ταϊλανδών που συνήθως στοιχηματίζουν υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια: για την ακρίβεια 2,5 εκατομμύρια. Και ότι, πάνω από όλα, το ένα τέταρτο αυτών, δηλαδή περισσότερα από 600.000 άτομα είναι αγόρια ηλικίας 15 έως 25 ετών. Ένα απίστευτο πάθος, το οποίο ακόμη και η φυλακή δεν φαίνεται ικανή να εξαλείψει…