Με τις χειρότερες αναμνήσεις αποχώρησε από την Ελλάδα ο Μίτσελ, ο οποίος αγωνίστηκε στο δεύτερο μισό της περυσινής περιόδου στην ΑΕΚ.
Ο Ισπανός μέσος, περιγράφοντας σε ΜΜΕ της πατρίδας του τα όσα έζησε στη χώρα μας, ανέφερε χαρακτηριστικά πως «κάθε παιχνίδι στην Ελλάδα είναι απειλή».
Ο Μίτσελ, ο οποίος είχε έρθει ως δανεικός στην Ένωση, από την Μπέρμιγχαμ, παράλληλα μίλησε για την οικονομική κρίση, που έχει πλήξει την Ελλάδα, ενώ αναφέρθηκε και στο «σοκ» που του προκάλεσαν οι αντιδράσεις των οπαδών της ΑΕΚ στη ρεβάνς Κυπέλλου με τον ΠΑΟΚ και μετά την ήττα με 6-0 από τον Ολυμπιακό.
Αναλυτικά το κείμενο της «mediapunta.es» που βασίστηκε στα λεγόμενα του Μίτσελ:
Για την κατάσταση στην Ελλάδα: «Οι Έλληνες καπνίζουν, όπου δεν επιτρέπεται. Οδηγούν χωρίς κράνος, επειδή η αστυνομία δεν κάνει καλά τη δουλειά της. Περνούν φωτοβολίδες στα γήπεδα. Παράλληλα είναι αγανακτισμένοι με την οικονομία και δεν διστάζουν να βγουν στους δρόμους και να διαδηλώσουν. Οι Έλληνες γενικά κάνουν ό,τι μπορούν».
Για τη μετακίνηση του πέρυσι στην ΑΕΚ: «Πριν από έναν χρόνο και ένα μήνα ο Μίτσελ έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον μάνατζέρ του όπου τον ενημέρωνε ότι είχε συμφωνήσει με τη Μπέρμιγχαμ για μετακίνησή του στην ΑΕΚ ως το τέλος της χρονιάς, στην οποία ήταν ο Μανόλο Χιμένεθ. Ο Μίτσελ, πάρα πολύ ήρεμος, μάζεψε τις βαλίτσες του χωρίς να κάνει πάρα πολλές ερωτήσεις.
Μετά την προσγείωσή του στην Ελλάδα και στην αίθουσα αφίξεων, βρήκε μία δυσανάλογη εικόνα από δημοσιογράφους που αναζητούσαν μία πρώτη εικόνα του και μία δήλωσή του. Ο Μίτσελ ήταν συγκλονισμένος: “Δεν μπορούσα να περπατήσω, δεν κατάλαβα τίποτα. Δεν μπορούσα να πιστέψω τον αριθμό από τις κάμερες. Ένιωσα πρώτη φορά την καρδιά μου να χτυπά τόσο δυνατά”, θυμάται ακόμα έκπληκτος.
Στο εσωτερικό του οχήματος που τον μετέφερε, ο μεταφραστής του εξήγησε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν έντεκα αθλητικές εφημερίδες και μέσα ενημέρωσε που δεν έχουν πρόσβαση προς τους παίκτες, αλλά ούτε και στην προπόνηση. Οι ομάδες εργάζονται θωρακισμένα από τα φώτα της δημοσιότητας, με ένα μηχανισμό παρόμοιο με το βρετανικό. Έτσι για τον Τύπο ήταν μία μοναδική ευκαιρία να συναντήσει έναν παίκτη εκμεταλλευόμενοι όλοι οι δημοσιογράφοι την άφιξή τους στο αεροδρόμιο. Ήταν ένα μοντέλο εργασίας, ήταν ένα θέμα ασφάλειας».
Για τις αντιδράσεις μετά το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό: «Η ΑΕΚ έπαιξε στον Πειραιά, με τον Ολυμπιακό στο “Γ. Καραϊσκάκης”. Η ΑΕΚ έχασε 6-0 με μία αξιολύπητη εμφάνιση. Το σφύριγμα της λήξης έφερε αντιδράσεις από τους οπαδούς, οι οποίοι ζήτησαν αντίποινα από την ταπείνωση και αντέδρασαν σε δύο σημεία: H πρώτη ήταν να αναγκάσουν τους παίκτες να εγκαταλείψουν το λεωφορείο της ομάδας. Και η δεύτερη ήταν να πάνε με ταξί από το ξενοδοχείο στο γήπεδο. Ο Μίτσελ πήρε ένα από αυτά. Είχε φιμέ τζάμια. Έσκυψε στο πίσω μέρος. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά γρήγορα. Έκλεισε τα μάτια και άκουγε τις κραυγές… φωτιάς».
Για τη ρεβάνς Κυπέλλου με τον ΠΑΟΚ: «Επίσης, ο Μίτσελ έπαιξε πριν τον τελικό Κυπέλλου, στο σπίτι του ΠΑΟΚ στο γήπεδο “του τάφου”! Με το 0-0 της Αθήνας η ΑΕΚ θα πρέπει να νικήσει ή να πάρει ισοπαλία με σκορ για να περάσει. Προς το τέλος του αγώνα η ΑΕΚ ήταν μπροστά στο σκορ, όταν το παιχνίδι ήταν στο τέλος, ξεκίνησε μία βίαιη και ανεξέλεγκτη εισβολή οπαδών: “Είδα να έρχονται μπροστά μου δύο οπαδοί με φωτοβολίδες. Ήταν εκτός ελέγχου. Αφήσαμε τα πάντα. Έπρεπε να τρέξουμε στα αποδυτήρια. Έκλεισαν τη φυσούνα για να μην μπουν οπαδοί του ΠΑΟΚ μέσα. Εμείς μόλις που προλάβαμε να μπούμε μέσα. Θυμάμαι τις κλωτσιές που μας έδωσε ο Χιμένεθ για να μας βοηθήσει να προχωρήσουμε σε μία ασφαλή περιοχή”, λέει ο Μίτσελ.
Η τρέλα είχε εξαπλωθεί τόσο πολύ, όπου περισσότεροι από χίλιοι οπαδοί περίμεναν έξω από το γήπεδο τους παίκτες. Η αστυνομία, μας έβγαλε από μία πόρτα έκτακτης ανάγκης από άλλη πλευρά του γηπέδου. “Μπορώ να πω ότι ξέρω πως είναι να παίζεις με πίεση. Στην Ελλάδα κάθε παιχνίδι είναι μία απειλή και η αντίδραση των οπαδών είναι ανεξέλεγκτη. Στην Ισπανία είναι όλα διαφορετικά. Η Χετάφε είναι μία οικογένεια. Ένας φιλικός σύλλογος. Στην Τύπο είμαι ευγνώμων. Είναι μία σκληρή αντίθεση η εικόνα εδώ με εκείνη της Αθήνας”, συνοψίζει ο Μίτσελ».
Επιμέλεια: Μπάμπης Παπαφιλιππάκης