Δεν ήταν άσχημος ο βαθμός που πήραμε στο γήπεδο «Ζίμπρου» του Κισινάου, καθώς – αν προσέξατε- στο δεύτερο μέρος οι γηπεδούχοι είχαν το φιλότιμο (και βαρβάτο «δοκάρι»…) και οι Έλληνες την υπεροψία που μετατράπηκε σιγά – σιγά σε επιπολαιότητα και κούραση. Μεταξύ μας: χειρότερη εθνική δεν μπορούσαμε να περιμένουμε.
 
Απομένουν δύο αναμετρήσεις στο ΟΑΚΑ του Μαρουσιού, που αν τους πάρουμε θα καταλήξουμε στην δεύτερη θέση για τα μπαράζ, αυτό όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ευκαιρία να εξακολουθούμε να ταλαιπωρούμε τον προπονητή Ρεχάγκελ. Δηλαδή τον άνθρωπο που την πιο κρίσιμη στιγμή ‘κατάφερε’ να εμφανίσει την εθνική μας ομάδα ανέτοιμη, απρόσεκτη και σχεδόν ‘άψυχη’.
 
Φαίνεται πως κάποιες εμμονές του Γερμανού ομοσπονδιακού ήταν, τελικά, που κατέστρεψαν το σύστημα. Αναρωτιέμαι αν αυτός ο φουκαράς Αβραάμ Παπαδόπουλος (αμυντικός που συχνά σημαδεύει πόδι αντιπάλου, άσχετα αν οι μπαγάσηδες οι δικοί μας  διαιτητές το ξεπερνούν…), αποτελεί το γ ο ύ ρ ι  του Ρεχάγκελ. Αν θυμάστε, και στη Βασιλεία, μόλις τον έριξε στο γήπεδο ήρθε η καταστροφή… Άραγε, θα ασχολιόταν κανείς μαζί του αν δεν αγωνιζόταν στον Ολυμπιακό;
 
Γενικά δεν τα πήγαμε άσχημα, μπροστά σε ένα κοινό που διψούσε να μας νικήσει και μία αντίπαλη ομάδα π[ου δεν έχει παρόν και δύσκολα θα αποκτήσει μέλλον, αλλά αγωνιζόταν για την τιμή των όπλων της. Η ισοπαλία, όσο κι’ αν θεωρείται αρνητικό αποτέλεσμα για τους Έλληνες, είναι δίκαιο. Το αν θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιηθεί ο ταχύς Σαλπιγγίδης αντί του ντεφορμέ Χαριστέα, είναι βάσιμο αλλά πλέον εντελώς χωρίς σημασία.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης