Η Μίλαν είχε τα δικά της πέτρινα χρόνια. Από τη δεκαετία του ‘80 και μετά όμως, δεν έχει ξανακοιτάξει πίσω!
Στα περίπου 90 χρόνια της ύπαρξής του, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, το θρυλικό κλαμπ του ιταλικού βορρά, είχε ζήσει χαρές και απογοητεύσεις. Μπόλικοι εγχώριοι τίτλοι κοσμούσαν τις προθήκες του, εκεί όπου δέσποζαν τα δύο-ήδη-κύπελλα πρωταθλητριών του ‘63 και του ‘69.
Το ταξίδι ως εκεί, από τα τέλη εκείνης της δεκαετίας ως το κομβικό 1986, περιελάμβανε αρκετές πικρές εμπειρίες, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής της Serie B, ως επίπτωση της εμπλοκής στο σκάνδαλο Τοτονέρο.
Στις 20 Φεβρουαρίου εκείνης της χρονιάς, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ένας επιφανής μεγιστάνας των ιταλικών media, σημαντικός παράγοντας επιρροής στη γείτονα, προσθέτει στις ιδιότητές του και αυτήν του ιδιοκτήτη της Μίλαν. Είναι μια ημερομηνία σταθμός για όλο το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Η πρόσληψη του Αρίγκο Σάκι στον πάγκο της ομάδας γίνεται το 1987, ενώ σιγά σιγά συγκροτείται και η εμβληματική ολλανδική τριάδα, του Ράικαρντ, του Γκούλιτ και φυσικά του ανυπέρβλητου Μάρκο Φαν Μπάστεν. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει άρδην. Οι φιλοδοξίες παικτών, προπονητή και ιδιοκτήτη ταυτίζονται και οι Λομβαρδοί στους ημιτελικούς του πρωταθλητριών το 1989 αντιπαρατίθενται με τη Ρεάλ Μαδρίτης, του Σάντσες, του Μπουτραγκένιο και του Μίτσελ.
Το 1-1 του Μπερναμπέου αφήνει εκκρεμότητες, όμως δύο εβδομάδες αργότερα, στο Σαν Σίρο υπάρχει μια ομάδα. Μετά από ένα ενενηντάλεπτο ξέσπασμα μεγαλείου, η Μίλαν ταπεινώνει τη «βασίλισσα» με 5-0! Οι σκόρερ, ένας κι ένας. Με σειρά εμφάνισης, Αντσελότι, Ράικαρντ, Γκούλιτ, Φαν Μπάστεν και Ντοναντόνι… Συμπτωματικά οι δύο από αυτούς θα σήκωναν χρόνια μετά, το πολύτιμο τρόπαιο και με κοστούμι.
Ο τελικός απέναντι στην γηγενώς διαμορφωμένη Στεάουα Βουκουρεστίου, γίνεται μπροστα σε σχεδόν 100.000 θεατές στη Βαρκελώνη και το Καμπ Νου.
Ο Ιορντανέσκου από τον πάγκο και κομμάτια από το avant gateau του ρουμάνικου ποδοσφαίρου στο χορτάρι (Χάτζι, Πετρέσκου) κονιορτοποιούνται από τους “rossoneri” που επιστρέφουν με το πληθωρικό 4-0, στην κορυφή της Ευρώπης.
Ήταν μια περίοδος, όπου η Μίλαν ξαναέγινε μεγάλη, αποτινάσσοντας από πάνω της τη στάχτη της μιζέριας και της μετριότητας. Ακολούθησαν άλλα τρία τρόπαια.
Το 1990 στη Βιέννη, το 1994 στην Αθήνα και το παλιό ΟΑΚΑ, το 2003 στο Μάντσεστερ και το 2007 στο νέο ΟΑΚΑ, κάτω από το στέγαστρο του Καλατράβα. Μέχρι σήμερα η Μίλαν παραμένει ένα κολοσσιαίο brand για το παγκόσμιο ποδόσφαιρο και παρά τις κατά καιρούς «διαλείψεις» της, είναι ακόμα εκεί.
Απολαύστε την ιστορία της στο νέο επεισόδιο El Sombrero podcast στο κανάλι της Stoiximan στο Spotify, με το Γιάννη Τσαούση και τον Κώστα Βαϊμάκη!
H ακαταμάχητη γοητεία του Πάουλο Φούτρε
Επίδοξοι Μαραντόνα υπήρξαν άφθονοι. Ένας ήταν Πορτογάλος και το όνομά του είναι Πάουλο Φούτρε.
Wonderkid στα 21 και απόκληρος στα 30. Ή και πριν τα 30. Έφταιγαν οι τραυματισμοί και το αδύναμο σώμα του; Το ξερό του το κεφάλι; Ο μη διαχειρίσιμος εγωισμός;
Ο Πάουλο Φούτρε έπαιζε καταπληκτική μπάλα, ήταν κλασικός επιθετικογενής Πορτογάλος, αλλά μάλλον ήταν και το αρχέτυπο του προβληματικού ποδοσφαιριστή.
Ζητώντας από έφηβος πολλά λεφτά, φεύγει στα 17 του από τη Σπόρτινγκ της οποίας αποτελούσε προϊόν και πάει στην Πόρτο, όπου αρχίζει να δείχνει το επίπεδο του ταλέντου του.
Με τους «Δράκους» κατακτά το κύπελλο πρωταθλητριών το 1987 απέναντι στη Μπάγερν, με τη συνεισφορά του στον τελικό της Βιέννης να είναι κάτι παραπάνω από σημαντική.
Όταν έρχεται η ώρα να παίξει εκτός Πορτογαλίας, η Ατλέτικο Μαδρίτης του επιεικώς ιδιόρυθμου Χεσούς Χιλ, θα είναι ο προορισμός του. Από το 1987 ως το 1993, οι «ροχιμπλάνκος» γίνονται το σημαντικότερο κομμάτι της ποδοσφαιρικής διαδρομής του Φούτρε. Από εκεί και μετά ωστόσο, αρχίζει η κατηφόρα. Μόνο μέσα στο 1993, από την αρχή ως το τέλος, θα φορέσει τέσσερις διαφορετικές φανέλες (Ατλέτικο Μαδρίτης, Μπενφίκα, Μαρσέιγ και Ρετζιάνα).
Η κατρακύλα είναι ορατή και στη Μίλαν της…. μιας συμμετοχής, ενώ στη Γουέστ Χαμ που του εκπληρώνει και το πιθανό απωθημένο της Premier League, φέρνει τον κόσμο ανάποδα επειδή… άκουσον άκουσον, δεν του δίνουν τη φανέλα με το Νο10!
Ποιος ξέρει τι είδους νοσταλγία ξαναδένει το πλοίο του στο λιμάνι του Χεσούς Χιλ, τη σεζόν 1997-98 και το τέλος της καριέρας του, έρχεται (μαζί με μια καλή μπάζα φυσικά) στην Ιαπωνία και τη Γιοκοχάμα.
Μπορείς να πεις πολλά για ένα από τα μεγαλύτερα what if του ποδοσφαίρου της εποχής. Έπαιξε μόνο στο Μουντιάλ του 1986 στο Μεξικό με την Εθνική της χώρας του, με την οποία μέσα σε 12 χρόνια κατέγραψε μόλις 41 συμμετοχές.
Μέσα σε όλα, κυκλοφορεί ευρέως μια φήμη που αναφέρει πως ο Ολυμπιακός, είχε τον Φούτρε έτοιμο για άφιξη στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, επί ημερών Γιώργου Κοσκωτά.
Σε κάθε περίπτωση, ο τύπος με τη χαίτη, έκανε γκελ, πολύ πριν η Πορτογαλία γίνει η ομαδάρα των 90’s και των 00’s, με Φίγκο, Ρούι Κόστα και τελικά με Κριστιάνο Ρονάλντο.
Απολαύστε την ιστορία της στο νέο επεισόδιο El Sombrero podcast στο κανάλι της Stoiximan στο Spotify, με το Γιάννη Τσαούση και τον Κώστα Βαϊμάκη!