Του Μπάμπη Παπαφιλιππάκη

Νερά με νερά έχουν μεγάλη διαφορά. Αυτό το ξέρει από πρώτο χέρι η Γιούσρα Μαρντίνι, που πριν κολυμπήσει στα… ήρεμα των ολυμπιακών πισίνων του Ρίο είχε έρθει αντιμέτωπει με τα αγριεμένα νερά του Αιγαίου.

Σε όσους το όνομα της δεν λέει κάτι, πρόκειται για κολυμβήτρια που έχει πάρει χρυσό μετάλλιο στη ζωή κι αυτό θα το διαπιστώσετε και εσείς από την προσωπική της ιστορία, που σίγουρα θα σας συγκλονίσει.

Αυτές τις ημέρες βρίσκεται στο Ρίο και ζει το όνειρό της εξασφαλίζοντας την πρόκρισή της στους ημιτελικούς, στα 100 μέτρα πεταλούδα με χρόνο 1:09:21.

Εντούτοις πριν βρεθεί στη Βραζιλία η μία εκ των 10 αθλητών που επιλέχθηκαν για να συμμετέχουν με την ομάδα των προσφύγων στους Ολυμπιακούς Αγώνες βίωσε τον εφιάλτη του εμφυλίου πολέμου στη χώρα της και έφτασε χωρίς να το πολυκαταλάβει να παλεύει με τα άγρια κύματα του Αιγαίου.

Η νεαρή κολυμβήτρια από τη Συρία αναγκάστηκε να κολυμπήσει αρκετά. Όχι για κάποιο μετάλλιο αλλά με… έπαθλο την ίδια της τη ζωή και των άλλων 19 επιβαινόντων στη βάρκα, η οποία επρόκειτο να τους μεταφέρει από την Τουρκία στην Ελλάδα.

Η συγκινητική της ιστορία

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η Γιούσρα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Δαμασκό.

Εκεί ασχολήθηκε με τη μεγάλη της αγάπη, την κολύμβηση, φτάνοντας σε σημείο να γίνει επαγγελματίας, έχοντας την υποστήριξη της Ολυμπιακής Επιτροπής της Συρίας.

Λόγω της εμπόλεμης κατάστασης στην περιοχή η ίδια προπονούνταν σε κολυμβητήρια, οι στέγες των οποίων είχαν καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς, μέχρι που η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο.

Έτσι η Γιούσρα και η αδερφή της, Σάρα αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη Συρία, και μέσω Λίβανου έφτασαν στην Τουρκία, προσπαθώντας να έρθουν στην Ελλάδα.

Η 18χρονη πρωταθλήτρια χωρίς να το πολυκαταλάβει βρέθηκε σε μια βάρκα όπου συνολικά υπήρχαν 20 άτομα, αντί για έξι που επιτρεπόταν.

Περίπου μισή ώρα μετά την αναχώρησή τους από τη γειτονική χώρα με προορισμό την Ελλάδα η μηχανή της βάρκας παρουσίασε βλάβη.

Τότε προκειμένου να μην ανατραπεί η βάρκα η Γιούσρα, η αδερφη της Σάρα, μαζί με άλλους δύο κολυμβητές, πήδηξαν στη θάλασσα, και κρατώντας τη βάρκα, κολύμπησαν για τρεις ώρες στη Μεσόγειο, μέχρι να φτάσουν στη Λέσβο.

«Μόνο εμείς οι τέσσερις ξέραμε κολύμπι. Με το ένα χέρι κρατούσα το σχοινί της βάρκας και με το άλλο, και τα δύο μου πόδια έδινα την ώθηση. Ήμουν για τρεισήμισι ώρες μέσα στο κρύο νερό. Το σώμα σου είναι σχεδόν τελειωμένο. Δεν ξέρω πως να το περιγράψω όλο αυτό…» εξομολογήθηκε για αυτήν την τρομακτική εμπειρία της.

«Ξέρω πως χωρίς το κολύμπι, τώρα δε θα είχα βγει ζωντανή από αυτή την ιστορία με τη βάρκα. Οπότε, είναι μια καλή ανάμνηση για μένα», επισήμανε, προσθέτοντας πως: «Ήταν δύσκολο και σκληρό για όλους. Δεν κατηγορώ κανέναν αν φώναξε ή έκλαψε. Απλά εμείς έπρεπε να προχωρήσουμε».

Μετά τη Λέσβο, οι δύο αδερφές πέρασαν από τα Σκόπια, τη Σερβία, την Ουγγαρία και την Αυστρία, πριν φτάσουν στον τελικό τους προορισμό, τη Γερμανία.

Η Γιούσρα με τη Σάρα εγκαταστάθηκαν στο Βερολίνο, κι εκεί, η νεαρή κολυμβήτρια βρέθηκε στην ομάδα της Σπαντάου ’04.

Σύντομα, ο προπονητής, Σβεν Σπάνεκρεμπς, την ξεχώρισε και ανέλαβε την προετοιμασία της, προκειμένου να πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2020 στο Τόκιο. Η καθημερινότητα της Γιούσρα ήταν γεμάτη, καθώς έκανε προπόνηση δύο με τρεις ώρες κάθε πρωί, μετά πήγαινε σχολείο, κι έπειτα έκανε ξανά προπόνηση τα απογεύματα.

Στη Συνέντευξη Τύπου που είχε γίνει, όταν παρουσιάστηκε από την Ομάδα των Προσφύγων, είχε αναφέρει: «Θέλω ο καθένας να σκέφτεται πως οι πρόσφυγες είναι κανονικοί άνθρωποι, που είχαν πατρίδες και τις έχασαν, όχι επειδή ήθελαν οι ίδιοι να το «σκάσουν» και να είναι πρόσφυγες, αλλά επειδή είχαν όνειρα για τη ζωή τους.

Όλα έχουν να κάνουν με την προσπάθεια για μια νέα και καλύτερη ζωή, και με την είσοδό μας στο στάδιο θέλουμε να ενθαρρύνουμε τους πάντες να ακολουθήσουν τα όνειρά τους. Θέλω να κάνω όλους τους πρόσφυγες περήφανους. Αυτό θα αποδείκνυε πως, παρά το δύσκολο ταξίδι μας, μπορούμε να πετύχουμε κάτι».

Επίσης, ελπίζει πως μια μέρα θα υπάρξει ειρήνη στη Συρία και θα μπορέσει να επιστρέψει εκεί. «Ίσως χτίσω τη ζωή μου στη Γερμανία κι όταν θα είμαι πια μια ηλικιωμένη γυναίκα, θα γυρίσω στη Συρία για να διδάξω τους ανθρώπους εκεί με την ιστορία μου».