«Αντίο» στην εθνική βόλεϊ των ανδρών είπε ο Δημήτρης Τζούριτς με δηλώσεις του στην ιστοσελίδα της ΕΟΠΕ, τη Δευτέρα (11/5).
Μετά από 126 συμμετοχές και 13 καλοκαίρια γεμάτα ένταση, πάθος, καλές και κακές στιγμές, ο Τζούριτς ανακοίνωσε πως ήρθε γι’ αυτόν η ώρα να σταματήσει από τη «γαλανόλευκη» μετά από μια σπουδαία πορεία.
Ο αρχηγός του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος μέχρι πρότινος αναπολεί, ευχαριστεί, κάνει τον δικό του απολογισμό και μοιράζεται μαζί μας στιγμές που δεν θα ξεχάσει ποτέ.
-Πότε πήρες την απόφαση να σταματήσεις από την Εθνική και γιατί;
«Το σκεφτόμουν εδώ και αρκετό καιρό αλλά το αποφάσισα πέρσι. Έχω ταλαιπωρηθεί αρκετά την τελευταία δεκαετία και όλα μου τα καλοκαίρια ήταν γεμάτα και δύσκολα. Οι γονείς μου στη Σερβία, η νυν γυναίκα μου στην Ιταλία και εγώ στην Ελλάδα με την Εθνική κάθε καλοκαίρι να «παλεύω». Όταν λοιπόν παντρεύτηκα και απέκτησα παιδί αποφάσισα να βάλω σε πρώτη προτεραιότητα την οικογένειά μου. Θέλω να είμαι μαζί τους τα καλοκαίρια δεν θέλω να είμαι άλλο με μια βαλίτσα στο χέρι όπως γινόταν την τελευταία δεκαετία. Ειδικά οι δύο τελευταίες χρονιές ήταν εξαντλητικές για μένα και πιστεύω ότι έχει έρθει η ώρα να παίξουν και μικρότεροι και ελπίζω και εύχομαι να γίνουν καλύτεροι από μένα στην Εθνική ομάδα».
-Θα άλλαζες απόφαση αν και εφόσον «κάρφωνες» στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα τον προηγούμενο Σεπτέμβριο;
«Σε καμία περίπτωση. Ίδια απόφαση θα έπαιρνα. Το ήξεραν η γυναίκα μου, οι γονείς μου, η αδελφή μου, τους το είχα πει. Ακόμη και στην κόρη μου στη Μία το είχα πει αλλά δεν με καταλάβαινε (γέλια). Έκλαιγε συνέχεια, μάλλον ήθελε να συνεχίσω…»
-Στην Ελλάδα, στην ομοσπονδία, ποιος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που το έμαθε;
«Ο πρόεδρος, ο κ. Καραμπέτσος τον οποίο θέλω να ευχαριστήσω για όλη τη στήριξη που μου πρόσφερε τα τελευταία δύο χρόνια. Ήξερε τι περνούσα, με τους τραυματισμούς μου, με τις μετακινήσεις μου αλλά ήταν από τους λίγους που ήταν δίπλα μου. Με έπαιρνε τηλέφωνο, ενδιαφερόταν, κάτι που για έναν αθλητή είναι πάρα πολύ σημαντικό. Τον ευχαριστώ από καρδιάς…»
-Θυμάσαι την πρώτη φορά που έπαιξες στην Εθνική;
«Πρώτη προετοιμασία έκανα το 2007 με προπονητή τον Λεώνη. Τότε δεν έπαιξα γιατί δεν είχα διαβατήριο. Έκανα προετοιμασία με την ανδρική ομάδα και για πρώτη φορά φόρεσα τη φανέλα με το Εθνόσημο με την Εθνική Παίδων στα προκριματικά του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος στη Γερμανία. Την επόμενη χρονιά έπαιξα στην Εθνική και θυμάμαι τον πρώτο αγώνα στη Γλυφάδα σε φιλικό με τους Αυστραλούς. Έπαιξα ακραίος τότε σαν αλλαγή. Βασικός έπαιξα το ίδιο καλοκαίρι στο Ευρωπαϊκό Λιγκ με Αγγλία, Πορτογαλία και Σλοβακία. Μάλιστα έπαιξα και διαγώνιος αντί του Ρουμελιώτη και του Αρμενάκη. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά ποτέ με τη φανέλα της Εθνικής. Ανατριχίλα. Στο λέω και ανατριχιάζω, ξεχωριστή στιγμή».
-Γιατί διάλεξες την Ελλάδα και όχι τη Σερβία τότε;
«Γιατί απλά ήθελα να παίξω εκεί που μεγάλωσα και εκεί που είχα τους περισσότερους φίλους. Δεν ήταν εύκολη η επιλογή. Ο πρόεδρος της Σερβίας, ο κ. Μπόρισιτς, με ήθελε και μάλιστα είχε μιλήσει με τον πατέρα μου. Θυμάμαι, σαν να είναι τώρα, ότι είχαμε κάτσει σε ένα τραπέζι και συζητούσαμε με τον πατέρα μου τι θα κάνω. «Μπαμπά δεν πάω στη Σερβία, δεν ξέρω κανέναν. Θα είμαι ξένος εκεί. Θα παίξω στην Ελλάδα» του είχα πει και όντως φόρεσα τη φανέλα της Εθνικής. Ήθελα να παίξω εκεί που μεγάλωσα. Την Ελλάδα την είχα και την έχω σαν πατρίδα μου. Είναι το «σπίτι» μου και το ξέρω. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Σερβία και ο μπαμπάς έπαιζε επαγγελματικά στην Ιταλία στην Ελλάδα γυρίσαμε και μείναμε. Ήξερα ότι έπαιρνα ρίσκο επιλέγοντας την Εθνική γιατί είναι σίγουρο ότι με τη Σερβία θα έπαιζα Ολυμπιακούς αγώνες, Παγκόσμια πρωταθλήματα, θα ήμουν στις μεγαλύτερες διοργανώσεις. Όμως ακόμη και τώρα αν έπαιρνα την απόφαση το ίδιο θα έκανα. Δεν μετανιώνω που φόρεσα την Ελληνική φανέλα. Θα ήθελα μάλιστα να ευχαριστήσω τον τότε πρόεδρο κ. Μπελιγράτη ο οποίος με πρόσεχε πολύ. Ήξερε ότι ήμουν παιδί και με βοήθησε σε πολλούς τομείς. Ήταν άνθρωπος και τον ευχαριστώ».
-Ποιους αθλητές θυμάσαι στο ξεκίνημά σου στην Εθνική;
«Είχα τη χαρά να παίζω μαζί με «δασκάλους» που με έμαθαν πολλά. Ο Βασίλης (Κουρνέτας), ο Κώστας (Χριστοφιδέλης), ο Μάριος (Γιούρδας), ο «Τσάκι» (Τσακιρόπουλος), ο Αντρέι (Κράβαρικ), ο «Τέο» (Μπάεφ), φοβάμαι μην ξεχάσω κάποιον. Δεν ξέρω αν με ένα μόνο «ευχαριστώ» μπορώ να …ισοφαρίσω όλα όσα με έμαθαν. Ήμουν μικρός τότε και σε αυτούς οφείλω πάρα πολλά. Πήρα τις βάσεις για να φτιάξω χαρακτήρα εντός και εκτός γηπέδου. Σε κάθε προπόνηση χαιρόμουν να παίζω μαζί τους. Είμαι πολύ τυχερός που τους πρόλαβα. Ακόμη και όταν έπαιζα σε υψηλό επίπεδο δεν τους ξέχασα ποτέ».
-Να φανταστώ ότι από ιστορίες θα έχεις να πεις πολλές στην κόρη σου;
«Αρκετές, αλλά μια, αυτή που θα σου πω δεν θα της την πω, ασχέτως αν μετά από κάποια χρόνια θα μπορεί να την διαβάσει. Σε κάποια αποστολή λοιπόν μπαίνει στο δωμάτιο ο Αντρέι (Κράβαρικ) και μου δείχνει στο κινητό του μια φωτογραφία από μια πολύ όμορφη κοπέλα. «Σου αρέσει;» με ρωτάει. Άρχισα λοιπόν εγώ, πιτσιρικάς τότε, να του λέω διάφορα αντρικά που δεν μπορώ να σας μεταφέρω. «Σου αρέσει λοιπόν έ;» με ξαναρωτάει. «Ναι του απαντώ». Και μου λέει τότε: «Είναι η γυναίκα μου». Όπως καταλαβαίνεις μένω κάγκελο και περιμένω να με πλακώσει στις σφαλιάρες. Αλλά ο Αντρέι είχε ένα περίεργο, απίστευτο, χιούμορ που μου έχει μείνει χαραγμένο».
-Πάντως είσαι ένας από τους παίκτες που έζησες την φουρνιά που προανέφερες αλλά και τη νέα γενιά…
«Αλήθεια είναι αυτό, πρόλαβα και τις δύο γενιές. Έζησα την αλλαγή νοοτροπίας και φιλοσοφίας αλλά και αποτελεσμάτων. Διαφορετικοί στόχοι τη δεκαετία του 2000, διαφορετικοί αυτή του 2010. Εγώ πάντως κρατάω τις ευχάριστες στιγμές και δεν θέλω να θυμάμαι καν τις άσχημες. Καμαρώνω τους φίλους μου να παίζουν και αυτό με γεμίζει χαρά».
-Έχεις κλάψει ποτέ για την Εθνική;
«Θα σου πω ότι ενώ γενικά δεν είμαι άνθρωπος που κλαίει, για την Εθνική έχω κλάψει τις περισσότερες φορές στη ζωή μου. Πρώτη φορά έκλαψα το 2009 στη Σμύρνη όταν χάσαμε από τους Γάλλους και δεν περάσαμε στα ημιτελικά του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Είχα κάνει και ρεκόρ μπλοκ σε εκείνον τον αγώνα. Μόλις έληξε «τρύπωσα» σαν …ποντίκι σε ένα χώρο που κάναμε προπόνηση και πλάνταξα στο κλάμα χωρίς να με δει κανείς. Δεύτερη φορά που θυμάμαι τον εαυτό μου να κλαίει είναι όταν χάσαμε από τους Ισπανούς την πρόκριση για το Ευρωπαϊκό στην Κοζάνη. Τότε πιέστηκα πολύ. Μόνο εμείς ξέρουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζαμε με την τότε διοίκηση της ομοσπονδίας. Χάσαμε την πρόκριση και ανέλαβα την ευθύνη. Ήξερα ότι εγώ έπαιρνα τις περισσότερες μπάλες και έπρεπε να τα καταφέρουμε. Είχα βάρος στις πλάτες μου που έπρεπε να σηκώσω. Όταν δεν προκριθήκαμε «έσκασα» μπροστά σε όλους. Λύγισα. Το ξέρετε όλοι ότι σαν αθλητής δεν είμαι και το πιο εύκολο άτομο. Ακόμη και …σκάκι να παίζω δεν θέλω να χάνω. Παίζω χαρτιά με τη γυναίκα μου και τρελαίνομαι όταν χάνω. Είμαι απαιτητικός από τον εαυτό μου, από τους συμπαίκτες μου, από όλους. Τότε λοιπόν στην Κοζάνη είχα πει σε όλους «ή τώρα ή ποτέ». Πίστευα ότι είχαμε μεγάλη ευκαιρία αλλά δεν τα καταφέραμε».
-Τον Σεπτέμβριο πως έζησες την προσπάθεια της Εθνικής στο Ευρωπαϊκό από την τηλεόραση;
«Μου άρεσε πολύ η ομάδα. Ξέρω ότι πολλοί λένε ότι προκρίθηκαμε λόγω του νέου συστήματος αλλά δεν είναι έτσι. Την αξίζαμε την πρόκριση και τους γούσταρα που έβγαζαν πάθος στο γήπεδο. Έβλεπα τον Μένιο (Κοκκινάκη) να βγάζει άμυνες, να έχει αυτή την τρέλα και ένιωθα περήφανος για τον φίλο μου. Την χρειάζεται την τρέλα του η Εθνική. Μου άρεσε που έβλεπα τον Ράπτη, τον Αλεξίου και όλα αυτά τα παιδιά που έρχονται από πίσω.
Είχε διαφορετική φιλοσοφία αυτή η ομάδα. Ήταν πιο μοιρασμένο το παιχνίδι. Δεν υπήρχε ο Τζούριτς που έπαιρνε τις περισσότερες μπάλες. Μακάρι να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο η Εθνική και να μπορούμε να κοιτάμε στα μάτια ομάδες όπως η Σλοβενία και η Σλοβακία που κάποτε τις κερδίζαμε. Χρειάζεται όμως δουλειά και διαφήμιση του αθλήματος μας. Όχι κράξιμο και κουτσομπολιό. Πρέπει να φέρουμε πιτσιρικάδες στο άθλημα, να πάμε στα σχολεία, να μοιράσουμε μπλούζες, να μαζέψουμε ταλέντα».
-Πρόσφατα ανέβασες στο Facebook φωτογραφία από τη νίκη-πρόκριση στον τελικό του Ευρωπαϊκού Λιγκ επί της Σλοβενίας στο Μάριμπορ το 2014. Είναι μια από τις καλύτερες σου στιγμές με την Εθνική;
«Νομίζω ναι αν και έχω μια ακόμη. Η πρώτη είναι το 2009 στη Σμύρνη όταν μαζί με Χριστοφιδέλη και Μπάεφ κάνουμε «όλε» πανηγυρίζοντας την πρόκριση στα προημιτελικά του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Τώρα η φωτογραφία από τη νίκη στο Μάριμπορ είναι ξεχωριστή στην καριέρα μου. Νομίζω ότι είναι η μεγαλύτερη νίκη που έχω πετύχει ποτέ. Χάσαμε 3-2 στην Θεσσαλονίκη και πήγαμε στο Μάριμπορ να παίξουμε με τους Σλοβένους οι οποίοι την επόμενη χρονιά θα βγουν δεύτεροι στην Ευρώπη. Πήρα μια …σκοτωμένη μπάλα κοντά στο φιλέ, αν θυμάμαι από μανσέτα του Κοκκινάκη ή του Τακουρίδη και θυμάμαι να λέω μέσα μου «τώρα χτύπα και όπου πάει». Πήραμε τον πόντο, κερδίσαμε 3-1, προκριθήκαμε και μετά είδα όλη την Εθνική να με …καπακώνει. Απίστευτη νίκη…»
Γράψε εσύ τον επίλογο στην συνέντευξη…
«Θα ήθελα να ευχαριστήσω έναν προς έναν τους συμπαίκτες μου, τους προπονητές μου και τους φιλάθλους που μας στάθηκαν και με αγάπησαν. Θα έχω πάντα την φανέλα της Εθνικής στην ντουλάπα μου και δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτά τα 13 υπέροχα χρόνια που πέρασα. Θα είμαι πάντα ο πιο πιστός οπαδός της…»
Το βιογραφικό του Δημήτρη Τζούριτς
Ο Δημήτρης Τζούριτς γεννήθηκε στις 25 Απριλίου του 1989 στο Σεράγεβο της Βοσνίας, ωστόσο από τριών έως επτά ετών έζησε στην Ορεστιάδα. Αργότερα μετακόμισε στην Κύπρο όπου αγωνίστηκε στον Παφιακό, που αποτέλεσε τη δεύτερή του ομάδα μετά την Μπούντοσνοστ. Επέστρεψε στην Ορεστιάδα σε ηλικία 15 ετών όπου αγωνίστηκε στο παιδικό και εφηβικό τμήμα της τοπικής ομάδας.
Ο Τζούριτς ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα στον Ολυμπιακό Πειραιώς, καταλαμβάνοντας αρχικά θέση ξένου, μέχρι που πήρε και τυπικά την ελληνική υπηκοότητα.
Τον Ιούνιο του 2011 ο παίκτης έκλεισε έναν πενταετή κύκλο στην ομάδα του Πειραιά και υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με την ιταλική Τρεντίνο για τα επόμενα δύο χρόνια, Με τα χρώματα της ιταλικής ομάδας κατέκτησε το Σούπερ Καπ Ιταλίας (2012), το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Συλλόγων (2012, 2013), δύο φορές το Κύπελλο Ιταλίας (2012, 2013) και μία φορά το Πρωτάθλημα Ιταλίας (2013).
Την αγωνιστική περίοδο 2013-14, αγωνίστηκε στο Πρωτάθλημα Τουρκίας με την Χάλκμπανκ Άνκαρα, κατακτώντας όλους τους εγχώριους τίτλους, ενώ παράλληλα ήταν φιναλίστ στο Champions League. Αφού έκανε στη συνέχεια ένα πέρασμα από το Πρωτάθλημα της Κορέας και τους Σούγουον Βίξτορμ, επέστρεψε ξανά στην Τρεντίνο, όπου κατέκτησε ένα ακόμη Πρωτάθλημα Ιταλίας (2015), και γίνοντας δύο φορές Φιναλίστ στο CEV Cup (2015) και στο Champions League (2016).
Την περίοδο 2016-18, αγωνίστηκε με την ομάδα της Μπλου Βόλεϊ Βερόνα και τον Ιούνιο του 2018, επέστρεψε μετά από επτά χρόνια στην Ελλάδα για λογαριασμό του Π.Α.Ο.Κ. όπου παρέμεινε μέχρι και τις αρχές του 2019 οπότε και προέβη στην από κοινού λύση της συνεργασίας του με τον σύλλογο. Στη συνέχεια υπέγραψε στη γαλλική Πουατιέ μέχρι το τέλος της σεζόν.
Τον Σεπτέμβριο του 2019 επέστρεψε και πάλι στην Τρεντίνο, όμως δεν ολοκληρώθηκε η σεζόν λόγω της πανδημίας του COVID-19.
Από το 2007 μέχρι το 2020 φόρεσε 126 φορές την φανέλα της Εθνικής Ανδρών στην οποία διετέλεσε και αρχηγός.
Η καριέρα του
2002–2003 Μπούντοσνοστ Ποντογκόριτσα (Μαυροβούνιο)
2003–2004 Παφιακός Πάφου (Κύπρος)
2004–2006 ΑΟ Ορεστιάδας (Ελλάδα)
2006–2011 Ολυμπιακός (Ελλάδα)
2011–2013 Τρεντίνο (Ιταλία)
2013–2014 Χάλκμπανκ Άνκαρα (Τουρκία)
2014 Σούγουον Βίξτορμ (Κορέα)
2014–2016 Τρεντίνο (Ιταλία)
2016–2018 Μπλου Βόλεϊ Βερόνα (Ιταλία)
2018–2019 Π.Α.Ο.Κ. (Ελλάδα)
2018-2019 Πουατιέ (Γαλλία)
2019-2020 Τρεντίνο (Ιταλία)
Το ευχαριστώ της Ομοσπονδίας
«Η Ελληνική Ομοσπονδία Πετοσφαίρισης ευχαριστεί θερμά τον Δημήτρη Τζούριτς για την πολυετή προσφορά του στις Εθνικές ομάδες και του εύχεται υγεία, καλή συνέχεια και πολλές επιτυχίες στην καριέρα του».