Η ικανότητα για αγάπη αναφέρεται στη δυνατότητα ενός ατόμου να δημιουργεί ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς και να νοιάζεται βαθιά για τους άλλους. Περιλαμβάνει ενσυναίσθηση, κατανόηση και διάθεση να επενδύει χρόνο και προσπάθεια στην φροντίδα των σχέσεων. Αυτή η ικανότητα ποικίλλει ανάμεσα στα άτομα και μπορεί να επηρεαστεί από την ανατροφή, τις εμπειρίες και τα προσωπικά χαρακτηριστικά.
Η υπερσεξουαλικότητα χαρακτηρίζεται από υπερβολική σεξουαλική δραστηριότητα που μπορεί να έχει ανεπιθύμητες συνέπειες ή/και διαταραχές στη ζωή ενός ατόμου. Συνήθως περιλαμβάνει τρία στοιχεία: 1) τη χρήση του σεξ ως μηχανισμού αντοχής και αντιμετώπισης, 2) έλλειψη αυτοέλεγχου στις σεξουαλικές συμπεριφορές και 3) συνέπειες που προκύπτουν από καταναγκαστικές σεξουαλικές σκέψεις και συμπεριφορές, όπως η παρεμπόδιση της εργασίας, του σχολείου ή άλλων υποχρεώσεων.
Πολλοί ψυχίατροι και επαγγελματίες ψυχικής υγείας θεωρούν ότι η ικανότητα για αγάπη είναι ένας από τους καλύτερους δείκτες καλής ψυχικής υγείας. Αυτή η ικανότητα περιλαμβάνει επίσης τις σχέσεις και την σεξουαλική ευεξία που είναι σημαντικές για την ψυχική υγεία ενός ατόμου. Ως τέτοια, μια ομάδα ερευνητών υπέθεσε ότι η προβληματική σεξουαλικότητα (δηλαδή, η υπερσεξουαλικότητα) μπορεί να σχετίζεται με προβλήματα στην ικανότητα ενός ατόμου να αγαπά.
Για να εξερευνήσουν αυτήν τη θεωρία, οι ερευνητές αυτοί ενέταξαν 521 συμμετέχοντες σε μια μελέτη για την υπερσεξουαλικότητα και την ικανότητα αγάπης. Κάθε συμμετέχων συμπλήρωσε: 1) το Ερωτηματολόγιο Ικανότητας για Αγάπη (CTL-I), 2) το Ερωτηματολόγιο Υπερσεξουαλικής Συμπεριφοράς (HBI), 3) την Κλίμακα Αξιολόγησης Μηχανισμών Άμυνας 30 σημείων και 4) το Σύντομο Ερωτηματολόγιο Συμπτωμάτων (ένα μέτρο των ψυχοπαθολογικών συμπτωμάτων των συμμετεχόντων).
Αφού συλλέχθηκαν και αναλύθηκαν οι απαντήσεις των συμμετεχόντων, οι ερευνητές μπόρεσαν να αναγνωρίσουν κάποια μοτίβα στα δεδομένα. Συγκεκριμένα, διαπίστωσαν ότι τα χαρακτηριστικά υπερσεξουαλικής συμπεριφοράς συνδεόνταν με χαμηλό βαθμό ικανότητας αγάπης. Επιπλέον, η ψυχολογική δυσφορία συσχετίστηκε με χαμηλούς βαθμούς ικανότητας αγάπης.
Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης υποδηλώνουν ότι όταν η ικανότητα κάποιου να αγαπά είναι περιορισμένη, είναι πιθανότερο να επιδίδεται σε ακραίες σεξουαλικές συμπεριφορές. Αυτός ο περιορισμός στην ικανότητα αγάπης ενός ατόμου μπορεί επίσης να συσχετίζεται με ψυχολογική δυσφορία.
Φυσικά, τόσο η ικανότητα αγάπης όσο και η υπερσεξουαλικότητα είναι πολύπλοκα θέματα και δεν μπορεί κανείς να ορίσει κατηγορηματικά την σχέση μεταξύ αυτών των δύο εννοιών. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να υποθέσει ότι το ένα από αυτά τα προβλήματα προκαλεί το άλλο απλά επειδή υπάρχει μια συσχέτιση μεταξύ των δύο. Στην πραγματικότητα, οι συγγραφείς αυτής της μελέτης αναγνωρίζουν ότι η περιορισμένη ικανότητα αγάπης και η υπερσεξουαλικότητα πιθανόν να προκαλούνται από παρόμοιους βαθύτερους παράγοντες, όπως τραυματικές εμπειρίες.
Στο τέλος, ένα σημαντικό δίδαγμα από αυτήν τη μελέτη είναι ότι δυσκολίες με την ικανότητα αγάπης και την υπερσεξουαλικότητα μπορεί να συμβαίνουν ταυτόχρονα και μπορούν να προκαλούν ψυχολογική δυσφορία. Αυτό μπορεί να είναι μια χρήσιμη γνώση για εκείνους που αντιμετωπίζουν προβλήματα υπερβολικών σεξουαλικών συμπεριφορών ή δυσκολίες στο να πλησιάσουν άλλα άτομα, καθώς παρέχει ένα σημείο εκκίνησης για την αναζήτηση θεραπείας για τη βελτίωση της ψυχικής τους υγείας.