Σύμφωνα με μια πρόσφατη δημοσίευση στο Sexual Medicine Reviews, οι άνδρες ανησυχούν για το μέγεθος του πέους τους είναι σημαντικό να λάβουν συμβουλευτική πριν υποβληθούν σε οποιαδήποτε ιατρική παρέμβαση.
Το μέγεθος του πέους μπορεί να είναι πηγή μεγάλου άγχους για τον άνδρα. Κάποιοι άνδρες φοβούνται ότι το μικρό πέος έχει επιπτώσεις στην αρρενωπότητά τους και τη σεξουαλική επίδοση. Κάποιες φορές μάλιστα το άγχος είναι τόσο ανεξέλεγκτο που γίνεται εμμονικό και υπονομεύει την ποιότητα ζωής του άνδρα. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για τη λεγόμενη Διαταραχή Δυσμορφίας του Πέους.
Στην εν λόγω ανασκόπηση συμπεριελήφθησαν 17 μελέτες που είχαν διερευνήσει 21 ιατρικές παρεμβάσεις για 1.192 άνδρες οι οποίοι αναζήτησαν θεραπεία γιατί θεωρούσαν ότι είχαν μικρό πέος. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων είχε πέος φυσιολογικού μεγέθους. Οι ηλικίες των ανδρών κυμαίνονταν από 17-62.
Από το σύνολο των μελετών οι 6 είχαν επικεντρωθεί σε μη χειρουργικές επεμβάσεις όπως είναι οι συσκευές έλξης και οι ενέσεις υαλουρονικού οξέος, οι 11 είχαν μελετήσει 16 διαφορετικές χειρουργικές παρεμβάσεις σχεδιασμένες για την αύξηση του μεγέθους του πέους και οι 10 σύστησαν συμβουλευτική στους ασθενείς πριν υποβληθούν σε οποιαδήποτε άλλη θεραπεία για την αύξηση του μεγέθους του πέους τους. Στις τρεις από αυτές αναφέρθηκε ότι από το 67% έως το 100% των ανδρών που έλαβαν τη συμβουλευτική αποφάσισαν να μην υποβληθούν σε κάποια επέμβαση μεγέθυνσης πέους.
Ακριβώς επειδή οι περισσότεροι συμμετέχοντες της ανασκόπησης είχαν πέος φυσιολογικού μεγέθους, πολλοί από αυτούς υποβληθήκαν σε κάποια επέμβαση μεγέθυνσης η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί μη αναγκαία. Οι συγγραφείς μάλιστα τονίζουν ότι αν και οι προθέσεις τόσο των ασθενών όσο και των ιατρών είναι καλές, οι τρέχουσες εναλλακτικές για την αυξητική πέους έχουν περιορισμούς ως προς το αποτέλεσμα, τους οποίους οι ασθενείς δε γνωρίζουν πάντα.
Αναδεικνύουν επίσης πόσο καλύτερη ποιότητα και αποτελεσματικότητα θα είχε η κάθε επέμβαση εάν λαμβανόταν υπόψη το κοινωνικοπολιτισμικό υπόβαθρο έτσι ώστε να καθοριστεί η καλύτερη πρακτική σε κάθε περίπτωση. Τέλος επισήμαναν τη σημασία της συμβουλευτικής και υποστήριξαν ότι δεν είναι ορθολογικό ο κλινικός να προτείνει μια παρέμβαση εάν πρώτα ο ασθενής δεν έχει υποβληθεί σε μια ολοκληρωμένη ψυχολογική αξιολόγηση και δεν έχει λάβει την απαραίτητη συμβουλευτική καθοδήγηση.