Σύμφωνα με μια νέα μελέτη, ενδέχεται να υπάρχει σχέση μεταξύ της δυσπαρεύνιας, του πόνου δηλαδή που εμφανίζεται πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τη σεξουαλική πράξη, και τον τοκετό που πραγματοποιείται με τη βοήθεια μαιευτικών επεμβάσεων. Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητές αναφέρουν ότι οι γυναίκες που γέννησαν με τη βοήθεια επεμβάσεων όπως είναι η καισαρική τομή ή η εμβρυουλκία ήταν δυο φορές πιο πιθανό να αναφέρουν δυσπαρεύνια σε σύγκριση με τις γυναίκες που γέννησαν φυσιολογικά, χωρίς να υποβληθούν σε περινεοτομή, η σε συρραφή της ρήξης του περινέου.

Οι ειδικοί αναφέρουν ότι η δυσπαρεύνια επηρεάζει πολλές γυναίκες κι εκτιμούν ότι τα ¾ των γυναικών θα υποφέρουν από πόνο κατά τη σεξουαλική πράξη σε κάποια στιγμή της ζωής τους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η δυσπαρεύνια μπορεί να αποτελέσει σύμπτωμα πολλών γυναικολογικών καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένης της ενδομητρίωσης και των ωοθηκικών κυστών. Ο σκοπός της νέας αυτής μελέτης που δημοσιεύτηκε πρόσφατα σε έγκυρο επιστημονικό περιοδικό ήταν να εκτιμήσει το ρόλο των μαιευτικών παραγόντων κινδύνου , όπως είναι ο τρόπος του τοκετού στην εμφάνιση της δυσπαρευνίας μετά από τη γέννηση του παιδιού. Οι ερευνητές, βέβαια, επισημαίνουν ότι σχεδόν όλες οι γυναίκες βιώνουν ένα βαθμό πόνου κατά τις πρώτες σεξουαλικές επαφές μετά τον τοκετό.

Στη μελέτη συμμετείχαν 1244 γυναίκες που έγιναν για πρώτη φορά μητέρες, οι οποίες συμπλήρωσαν μια σειρά ερωτηματολογίων . Το πρώτο το συμπλήρωσαν στην αρχή της μελέτης ενώ ήταν ακόμα στο μαιευτήριο και τα επόμενα στους τρεις, στους έξι, στους δώδεκα καις τους δεκαοχτώ μήνες μετά τον τοκετό. Το 49% των συμμετεχουσών γέννησε φυσιολογικά, αλλά τα 2/3 αυτών υποβλήθηκαν σε περινεοτομή ή σε συρραφή ρήξης του περινέου. Από τις υπόλοιπες, το 10,8% γέννησε με τη βοήθεια βεντούζας, το 10,7% με τη βοήθεια εμβρυουλκού, το 9.7% υποβλήθηκε σε προγραμματισμένη καισαρική τομή και το 19.9% υποβλήθηκε σε επείγουσα καισαρική τομή.

Τρεις μήνες μετά τον τοκετό, το 78% των συμμετεχουσών ήταν και πάλι σεξουαλικά ενεργό. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 94% στους 6 μήνες, στο 97% στους 12 μήνες και στο 98% στους 18 μήνες. Η συντριπτική πλειοψηφία των νέων μητέρων βίωσαν δυσπαρεύνια κατά τις πρώτες τους σεξουαλικές επαφές μέσα στο πρώτο χρόνο μετά τη γέννηση του παιδιού τους. Τα αναφερόμενα ποσοστά δυσπαρευνίας όμως, μειώνονταν σταδιακά. Στους τρεις μήνες μετά τον τοκετό το ποσοστό της δυσπαρευνίας που αναφέρθηκε ήταν 44.7%, το οποίο έφτασε στο 43.6% στους 6 μήνες, στο 28.1% στους 12 μήνες και στο 23.4% στους 18 μήνες. Σχεδόν το 1/3 των γυναικών που ανέφερε δυσπαρεύνια στους 6 μήνες μετά τον τοκετό συνέχισε να την αναφέρει μέχρι και 18 μήνες μετά.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι ερευνητές τονίζουν ότι δεν είναι αρκετά γνωστές οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των μαιευτικών επεμβάσεων στην υγεία. Μετά τον έλεγχο παραγόντων, όπως είναι η ηλικία της μητέρας, οι ερευνητές βρήκαν ότι οι γυναίκες που γέννησαν με τη βοήθεια βεντούζας ή υποβλήθηκαν σε καισαρική τομή είχαν τη διπλάσια πιθανότητα να έχουν δυσπαρεύνια 18 μήνες μετά τον τοκετό σε σύγκριση με τις γυναίκες που γέννησαν τελείως φυσιολογικά χωρίς καμία μαιευτική επέμβαση.

Άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες είναι η εμφάνιση δυσπαρευνίας πριν την κύηση, η κόπωση της μητέρας και η κακοποίηση από το σύντροφο. Βρέθηκε μάλιστα ότι η δυσπαρεύνια στους 18 μήνες μετά τον τοκετό αναφερόταν από το 32.4% των γυναικών που δήλωσαν επίσης ότι είναι θύματα κακοποίησης από το σύντροφο και από το 20,7% των γυναικών που δε δέχονταν κακοποιητική συμπεριφορά.

Οι συγγραφείς της μελέτης τονίζουν ότι τα ευρήματα τους δείχνουν σε ποιο βαθμό η δυσπαρεύνια που επιμένει μετά τον τοκετό σχετίζεται με τον τρόπο διεξαγωγής του.

Μέχρι στιγμής, η γνώση της επιστημονικής κοινότητας σχετικά με την επίπτωση των μαιευτικών επεμβάσεων στη υγεία της μητέρας είναι ανεπαρκής. Τα παρόντα ευρήματα, όμως, δείχνουν ξεκάθαρα ότι η δυσπαρεύνια είναι συχνότερη στις γυναίκες που γεννούν με τη βοήθεια μαιευτικών επεμβάσεων και αναδεικνύουν την ανάγκη επικέντρωσης των κλινικών, ώστε να βρεθούν τρόποι αντιμετώπισης της μητρικής νοσηρότητας μετά τον τοκετό. Οι ερευνητές τονίζουν ότι η μελλοντική έρευνα θα μπορούσε να εστιαστεί σε τρόπους πρόληψης της δυσπαρευνίας.

Πηγή : medicalnewstoday

Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ.Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης